Κοίταζε τὸν ὀρίζοντα ὁ Ἓλληνας· καὶ δὲν ἒβλεπε τὴν ἀπόσταση, οὒτε τὶς θάλασσες ποὺ ἒπρεπε νὰ διασχίσῃ.
Ἒβλεπε τὰ εὒφορα τὰ χώματα καὶ τὶς πόλεις ποὺ θὰ ἒστηνε μὲ τὰ χέρια του.
Καὶ ἦταν καὶ ὁ χρησμὸς τῆς Πυθίας ποὺ τοῦ ἒδινε ἀέρα στὰ πανιά του, γιατὶ καὶ οἱ Θεοὶ στὸ πλευρό του ἦταν, καὶ τὸν συντρόφευαν…
Καὶ ἡ φλόγα ἀπὸ τὸ Πρυτανεῖο τῆς Μητέρας-Πόλης, φώτιζε τὸν δρόμο τους καὶ στέριωνε τὶς πόλεις τους, ποὺ οἱ περισσότερες μέχρι σήμερα διατηροῦν τὰ ἑλληνικὰ τους ὀνόματα καὶ τιμοῦν τοὺς ἰδρυτές τους, τοὺς Ἓλληνες…
Στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, ἒμποροι καὶ ναυτικοὶ ταξίδεψαν καὶ στὴν συνέχεια μετακόμισαν πέρα ἀπὸ τὴν ἠπειρωτικὴ Ἑλλάδα.
Ἐγκαταστάθηκαν σὲ γόνιμες περιοχές, μὲ καλὰ λιμάνια, καὶ μὲ ἐμπορικὲς εὐκαιρίες. Οἱ περιοχὲς αὐτὲς καθιερώθηκαν ὡς αὐτοδιοικούμενες ἀποικίες.
Ἀργότερα, μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀποικίες ἒστειλαν τοὺς δικούς τους ἂποικους σὲ ἂλλες περιοχές.