
Του Θανου Π. Ντοκου*
Σε αντίθεση με άλλα ζητήματα πολιτικής, η εθνική άμυνα αποτέλεσε μετά το 1974 ένα χώρο σχετικά υψηλής διακομματικής συναίνεσης. Αυτή η, σε γενικές γραμμές ιδιαίτερα επιθυμητή, συναινετική αντιμετώπιση ενός τόσο σημαντικού ζητήματος είχε και μια αρνητική συνέπεια: υπό τον φόβο ότι θα χαρακτηριστούν «ενδοτικοί» ή επειδή στερούνταν των απαραίτητων ειδικών γνώσεων, ελάχιστοι τόλμησαν να θέσουν κρίσιμα ερωτήματα για την αμυντική πολιτική της χώρας. Και όταν ασκήθηκε κριτική, αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά ζητήματα προμηθειών (όχι πάντοτε άνευ ουσίας) για να πληγεί η αξιοπιστία της εκάστοτε κυβερνητικής παράταξης. Πολύ λιγότερο ενδιέφερε, ή τουλάχιστον λίγα έγιναν για τον εξορθολογισμό του συστήματος.
Στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, με ένα ρευστό περιφερειακό περιβάλλον ασφαλείας και με δεδομένα τα προβλήματα και τις πιεστικές ανάγκες της ελληνικής οικονομίας, θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον μια σε βάθος αναθεώρηση της ελληνικής αμυντικής πολιτικής. Η τελευταία φορά που επιχειρήθηκε κάτι ανάλογο ήταν η Στρατηγική Αμυντική Αναθεώρηση του 2001, μια διαδικασία με αρκετές αδυναμίες και δυσχέρειες υλοποίησης των σχετικών προτάσεων πολιτικής -λόγω και των αντιστάσεων του συστήματος-, αλλά σε κάθε περίπτωση χρήσιμη. Χώρες με μάλλον αξιόλογη στρατιωτική ικανότητα και οργάνωση όπως οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Γαλλία επαναλαμβάνουν ανάλογες διαδικασίες αναθεώρησης, σε διάφορα επίπεδα ανάλυσης του αντικειμένου, σε διαστήματα που κυμαίνονται από 4 έως 15 χρόνια.