
του Δημήτρη Τσαρούχα, Επίκουρου Καθηγητή Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Τμήμα Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Bilkent, στην Άγκυρα (dimitris@bilkent.edu.tr).
Η επίσκεψη του πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου στην Κωνσταντινούπολη αλλά και οι δηλώσεις του από τη Λευκωσία, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για τις προθέσεις της νέας κυβέρνησης. Συνεχίζοντας το δρόμο που χάραξε στο Ελσίνκι, ο πρωθυπουργός σκοπεύει να χρησιμοποιήσει εκ νέου την πλατφόρμα που λέγεται Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) για να πιέσει την Τουρκία σε διμερή θέματα αλλά και για να συμβάλλει στη λύση του Κυπριακού. Ο χρόνος, εξάλλου, κυλάει αντίστροφα στο θέμα αυτό και οι πιθανότητες εξεύρεσης βιώσιμης λύσης βαίνουν συνεχώς μειούμενες.
Η πολιτική λογική της ελληνικής διπλωματίας είναι λίγο – πολύ γνωστή: ο «εξευρωπαϊσμός» της Τουρκίας οδηγεί στη βελτίωση των διμερών σχέσεων, καθώς σταδιακά μεταβάλλει τον τρόπο άσκησης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής προς ήπιες μορφές επίλυσης διαφορών. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή έκβαση του σεναρίου αυτού είναι η συνέχιση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας, στην οποία η ελληνική διπλωματία έχει de facto προσδώσει ύψιστη σημασία.
Η ελληνική (αλλά και κυπριακή) υποστήριξη της πλήρους ένταξης της Τουρκίας και η απόρριψη της νεφελώδους και ψευδεπίγραφης προνομιακής σχέσης που διατυμπανίζουν κάποιοι, εντάσσεται στο πλαίσιο αυτό.
Η ελληνική στρατηγική έχει πιθανότητες επιτυχίας μόνο στο μέτρο που η ένταξη της Τουρκίας στην Ένωση παραμένει ρεαλιστικός και εφικτός στόχος. Παραδόξως, οι σχέσεις των δύο πλευρών έχουν χειροτερέψει από τότε που ξεκίνησαν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Η ΕΕ παραμένει βυθισμένη στον αυτισμό της θεσμικής της κρίσης και προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει το στίγμα της, ήδη από τη δεκαετία του ‘90, με περιορισμένη πάντως επιτυχία. Τα γρήγορα αντανακλαστικά που Αμερικανοί και Ρώσοι επιδεικνύουν στη σύγχρονη διπλωματική σκακιέρα δεν μπορούν, προς στιγμήν τουλάχιστον, να βρουν μιμητές στα γραφειοκρατικά γρανάζια των Βρυξελλών. Η αμφισημία της Ένωσης έναντι της Τουρκίας αποτελεί το πιο απτό παράδειγμα της κρίσης της – και χωρίς αυτό να σημαίνει πως η Τουρκία δεν έχει δημιουργήσει μόνη της προβλήματα στην πορεία της, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, την άρνηση εφαρμογής του Πρωτοκόλλου της Άγκυρας.
Ενώ η Ευρώπη τελεί εν διπλωματική υπνώσει, η νέα ηγεσία του τουρκικού ΥΠΕΞ αντιλαμβάνεται το ρόλο της Τουρκίας με γεωπολιτικούς όρους, που υπερβαίνουν τα όλο και πιο στενά πλαίσια της διμερούς σχέσης με την ΕΕ. Αποφασισμένη να μετατρέψει τη γείτονα σε κομβικό «παίκτη» της ευρύτερης περιοχής που περιλαμβάνει τη βαλκανική μας γειτονιά, τον Καύκασο αλλά και τη Μέση Ανατολή, η τουρκική διπλωματία επιδίδεται συστηματικά στην ανάληψη πρωτοβουλιών με οικονομικό αλλά και πολιτικό περιεχόμενο. Στόχος είναι η εμβάθυνση της τουρκικής επιρροής και η εξασφάλιση ισχυρών ερεισμάτων, χρήσιμων για την ασφαλή πρόσβαση σε ενεργειακές πηγές, απαραίτητες για την περαιτέρω μεγέθυνση της τουρκικής οικονομίας. Παράλληλα, η αναβίωση του Οθωμανισμού που διατυμπανίζει ο υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου δεν αποτελεί παρά προσπάθεια αύξησης της επιρροής της Τουρκίας σε όμορες πολιτιστικά χώρες. Το ότι συγχέεται με δήθεν επεκτατικές βλέψεις της Άγκυρας είναι ανακριβές και εμποδίζει τη σωστή διάγνωση των τουρκικών προθέσεων.
Με σημαία τη σταθερότητα και την οικονομική διπλωματία, η Άγκυρα:
α) αποπειράται την ιστορική συμφιλίωση με την Αρμενία προς τέρψη Αμερικανών και Ρώσων
β) συνάπτει διαδοχικές συμφωνίες με τη Συρία (χώρα με την οποία έφτασε στα πρόθυρα σύρραξης μόλις προ δεκαετίας) και καταργεί τη βίζα μεταξύ των δύο χωρών,
γ) συμφιλιώνεται με την κουρδική ηγεσία στο Βόρειο Ιράκ και υπογράφει 48 διμερείς συμφωνίες με την κεντρική ιρακινή κυβέρνηση συνοδεία 10 υπουργών,
δ) αναθερμαίνει τις σχέσεις της με τις βαλκανικές χώρες και ο Τούρκος πρόεδρος επισκέπτεται τη Σερβία, για πρώτη φορά εδώ και 23 χρόνια, τυγχάνοντας θερμής υποδοχής,
ε) επανασταθεροποιεί τις στρατηγικής σημασίας σχέσεις της με τις ΗΠΑ και εκμεταλλεύεται στο έπακρο τον αναβαθμισμένο ρόλο που ο πρόεδρος Ομπάμα παραχωρεί στην μετριοπαθώς ισλαμική Τουρκία, στα πλαίσια της προσπάθειάς του για μια νέα αρχή στις σχέσεις της Δύσης με το μουσουλμανικό κόσμο.
Τα παραπάνω επουδενί δε συνεπάγονται και τη βέβαιη εκπλήρωση των μεγαλεπήβολων τουρκικών στόχων. Η συμφιλίωση με την Αρμενία και τα οφέλη που αυτή συνεπάγεται, περνά από τις συμπληγάδες των συγκρουόμενων εθνικισμών Αρμενίων και Τούρκων, αλλά και τις αντιδράσεις του Αζερμπαϊτζάν, παραδοσιακού συμμάχου της Άγκυρας. Οι σχέσεις Τουρκίας-Ισραήλ περνούν βαθειά κρίση και ο διαμεσολαβητικός ρόλος που η Άγκυρα επιθυμούσε να παίξει στην αραβο-ισραηλινή διένεξη μετετράπη σε απατηλό όνειρο. Ταυτόχρονα, η ανοιχτή πλέον συμπαράσταση της Άγκυρας στο Ιράν και η φιλική σχέση Ερντογάν – Αχμεντινετζάντ (βλέπε http://www.guardian.co.uk/world/2009/oct/26/turkey-iran1) δημιουργεί ερωτηματικά στη Δύση για τις τουρκικές προθέσεις.
Ακόμη και εάν κάποιοι από τους τουρκικούς στόχους δεν εκπληρωθούν επιτυχώς, η παραπάνω ανάλυση δεικνύει πως οι προτεραιότητες της γείτονος δεν περνούν αναγκαστικά από την Ευρώπη, και ότι η ενταξιακή της πορεία δεν κινδυνεύει να εκτροχιαστεί μόνο από την αρνητική στάση της ευρωπαϊκής γνώμης και των Γαλλογερμανοαυστριακών. Ίσως η ίδια η Τουρκία να χρησιμοποιήσει την ΕΕ ως εργαλείο άσκησης ήπιας διπλωματίας, επιλέγοντας να μην δεσμεύεται από το κανονιστικό της δίκαιο. Για την ώρα, αυτό δεν είναι παρά μόνο ένα σενάριο. Καλό θα ήταν, όμως, η ελληνική διπλωματία να το λάβει υπόψη της και να προετοιμαστεί ανάλογα. Η Ένωση δεν θα πρέπει να αποτελεί πανάκεια στην πολιτική έναντι της Τουρκίας, μια και η δυναμική εξωτερική πολιτική της τελευταίας βρίσκεται σε πλήρη αντιδιαστολή με την διπλωματικά ανύπαρκτη ΕΕ.