ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ / ΕΛΛΑΔΑ / ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΑ / Τουρκία

To πετρέλαιο του Καστελόριζου και το έλλειμμα στρατηγικής.


Από τις 18 Νοεμβρίου του 2009 η Αγκυρα με την έκδοση σχετικής ΝΟΤΑΜ έθεσε ευθέως θέμα επαναχάραξης συνόρων και ορίων μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας!

Η Ελλάδα πρέπει να ξεπεράσει τη τουρκική απειλή πολέμου και να προχωρήσει σε επέκταση των χωρικών υδάτων σε 12 ναυτικά μίλια.

Γράφει ο Θεόδωρος Σ. Μπατρακούλης.

Eπί σειρά ετών οι ΗΠΑ και ορισμένες άλλες δυτικές κυβερνήσεις ζητούν από την Ελλάδα να υποχωρήσει έναντι των απαιτήσεων της Τουρκίας. Στα τέλη του 20ού αιώνα και στις αρχές του 21ου, μια από τις βασικές συνιστώσες του δόγματος των ΗΠΑ, στρατηγική προτεραιότητά της Ουάσιγκτον στο ευρύτερο γεωπολιτικό Σύστημα, ήταν και, έως ένα βαθμό εξακολουθεί να είναι, η σταθερότητα και η ισχύς της Τουρκίας.

Πόσω μάλλον που, κατά την περίοδο αυτή, η Τουρκία συνιστούσε ένα «εργαστήριο» όπου συμπυκνώνονταν ποικίλες προκλήσεις και διακυβεύονταν στρατηγικές επιδιώξεις διαφόρων δρώντων του μεταδιπολικού διεθνούς συστήματος. Το 1989, που σηματοδοτήθηκε από την πτώση του Τείχους στο Βερολίνου, είναι σημαντικότατη χρονολογία τόσο για τις κοινωνίες της Ευρώπης εν γένει όσο και για τα Βαλκάνια και για την Τουρκία.

Οπως παρατηρεί ο Ferhat Kentel, η Τουρκία αποτελεί σημαντικό παράδειγμα για δύο λόγους. Αφενός, «έναντι των κομμουνιστικών καθεστώτων, αποτελούσε μια ‘’ελεύθερη’’ καπιταλιστική κοινωνία που είχε θέση στην πλευρά της Δύσης και του πρώτου κόσμου, αφετέρου, το εκσυγχρονιστικό τουρκικό κράτος ήταν τόσο αυταρχικό όσο και οι αυταρχικές χώρες με τις οποίες βρισκόταν σε αντίθεση. Εχοντας ως κύριο μέλημα τον έλεγχο της κοινωνίας, εμπόδιζε την εγκαθίδρυση πολιτιστικών δεσμών με τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς οι οποίοι βρίσκονταν στις χώρες του κομμουνιστικού μπλοκ.

Τo τέλος του διπολισμού μείωσε τον ρόλο της Τουρκίας ως προκεχωρημένου φυλακίου και εξασθένησε μια εθνική συνοχή που είχε οικοδομηθεί γύρω από ένα φιλοδυτικό και εχθρικό προς τον κομμουνισμό κράτος. Εξάλλου, η υπερεθνική ιδιότητα του πολίτη, ο κοσμικός χαρακτήρας και ο ασυμβίβαστος εκσυγχρονιστικός χαρακτήρας αυτού του κράτους έχασαν τη σημασία τους»[1].

Οσον αφορά τις μετά το 1989 εξελίξεις στην Τουρκία: Αφενός, στο εσωτερικό διήνυε μια πολύ σημαντική φάση μετάβασης και κοινωνικού/πολιτικού μεταμορφισμού – αντιμετωπίζοντας σύμφωνα με μια άποψη τη σοβαρότερη ενδεχομένως κρίση της ιστορίας της, τουλάχιστον από την εποχή της υπογραφής της Συνθήκης της Λοζάνης και της εγκαθίδρυσης της κεμαλικής Δημοκρατίας τον Οκτώβριο του 1923, αφετέρου, στο εξωτερικό έμπαινε σε εφαρμογή ένα αμφιλεγόμενο, φιλόδοξο και πολύπλευρο εγχείρημα. Αυτό συνίστατο στον επαναπροσδιορισμό του γεωπολιτικού ρόλου της, με σαφή πρωτοκαθεδρία ενός νεο-οθωμανικής έμπνευσης Ισλάμ. O εν λόγω επαναπροσδιορισμός επιχειρείτο να αντιστοιχεί/συνδυάζεται και με τους γεωστρατηγικούς σχεδιασμούς και επιδιώξεις των ΗΠΑ στο γεωπολιτικό σύστημα Εγγύς και Μέση Ανατολή-Καύκασος-Βαλκάνια-Ανατολική Ευρώπη[2].

Στις 18 Νοεμβρίου του 2009 η Αγκυρα με την έκδοση σχετικής ΝΟΤΑΜ έθεσε ευθέως θέμα επαναχάραξης συνόρων και ορίων μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας! Με αφορμή μία άσκηση έρευνας-διάσωσης στην περιοχή μεταξύ Ρόδου και Καστελόριζου, αρνείτο την ελληνική αρμοδιότητα για αποστολές έρευνας-διάσωσης στην περιοχή ισχυριζόμενη ότι «δεν υπάρχει αναγνώριση από την Τουρκία των ορίων του FIR Αθηνών μεταξύ Ρόδου και Καστελόριζου, που σημαίνει ότι δεν είναι αρμοδιότητα της Αθήνας οι αποστολές έρευνας και διάσωσης στην περιοχή».

Και σε ό,τι αφορά το θέμα που εγέρθηκε με την εν λόγω άσκηση αναφορικά με τις αποστολές έρευνας-διάσωσης, «δημιουργούνταν ένα τεράστιο μπλοκ ελληνικού FIR το οποίο διεισδύει βαθιά στην Ανατολική Μεσόγειο». Τις επόμενες μέρες, στο Αιγαίο ξετυλίχθηκε μια νέα σειρά δραματικών αντιπαραθέσεων των αεροναυτικών δυνάμεων της Ελλάδας και της Τουρκίας. Οι προκλητικές πράξεις αμφισβήτησης του διεθνούς καθεστώτος στο Αιγαίο συνιστούσαν νέες επιδείξεις ισχύος εκ μέρους της νεο-οθωμανικής Τουρκίας, προβολής των αναθεωρητικών και ηγεμονικών επιδιώξεών της και δοκιμές διχοτόμησης του Αιγαίου Πελάγους υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ.

Γιατί επιλέχθηκε η περιοχή του Καστελόριζου γι’ αυτές τις προκλήσεις; Ενώ η Ελλάδα αναδεικνυόταν στον «αδύναμο κρίκο» της ευρωζώνης, όπως παραδέχτηκε στο διάγγελμά του την πρώτη εβδομάδα του Φεβρουαρίου και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων έρχονταν – άλλη μια φορά – να επαυξήσουν το κλίμα ανησυχίας. Σε ύπαρξη κοιτασμάτων πετρελαίου στο Καστελόριζο αναφερόταν στο πρωτοσέλιδό της – η εφημερίδα «Το Ποντίκι». Σύμφωνα με το άρθρο της εφημερίδας, στα μέσα του Ιανουαρίου (2010) ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου και μέλη του ΚΥΣΕΑ πληροφορήθηκαν από αρμόδιες ελληνικές υπηρεσίες ότι στην περιοχή νότια του Καστελόριζου υπάρχουν μεγάλα και εκμεταλλεύσιμα πετρελαϊκά κοιτάσματα.

Με τις Ζώνες Αποκλειστικής Οικονομικής Εκμετάλλευσης έχει αρχίσει ένα μεγάλο παιχνίδι από το 2004. Από το 2007 η Αγκυρα είχε δείξει το ενδιαφέρον της για τα πετρελαϊκά κοιτάσματα του εγγύς χώρου. Και ο νους της τουρκικής ηγεσίας, πέραν του Κιρκούκ και της Μοσούλης, ήταν και στην Ανατολική Μεσόγειο. Η θαλάσσια περιοχή μεταξύ Κύπρου, Λιβάνου και Αιγύπτου, σύμφωνα με ενδείξεις, περιέχει σημαντικά κοιτάσματα υδρογονανθράκων.

Η Κυπριακή Δημοκρατία είχε υπογράψει (2007) συμφωνία με τον Λίβανο για τον ορισμό της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) των δύο κρατών. Με τον τρόπο αυτόν μπορεί να καθοριστούν τα υποθαλάσσια όρια της υφαλοκρηπίδας τους ώστε να διευκολυνθεί η διεξαγωγή των ερευνών. Η συμφωνία αφορούσε έκταση πλάτους περίπου 200 χιλιομέτρων στον επίμαχο βυθό. Ανάλογη συμφωνία είχε υπογραφεί μεταξύ Κύπρου και Αιγύπτου. Η Ελλάδα διεξήγαγε συνομιλίες με την Αίγυπτο για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, ώστε να πραγματοποιηθούν έρευνες σε περιοχές εντός της ελληνικής ΑΟΖ.

Με την κρίση των Ιμίων και τη Συμφωνία της Μαδρίτης η Τουρκία έβαλε στο τραπέζι των Ελληνοτουρκικών τις απόψεις της για περιοχές του Αιγαίου με αδιευκρίνιστη κυριαρχία. Πέτυχε βαθμιαία σύμμαχοι, εταίροι και «φίλοι» της Ελλάδας να αναγνωρίζουν εμπράκτως (σε διαδικασίες και διαβουλεύσεις της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ) την ύπαρξη «γκρίζων» περιοχών στο Αιγαίο και να προσδοκούν από την Αθήνα να συνδιαλεχθεί με την Αγκυρα ώστε να «διευκρινιστεί» το καθεστώς. Η Τουρκία, ως μέλος του ΝΑΤΟ, έχει, ως γνωστόν, δικαίωμα να ασκεί στα όργανα της Συμμαχίας βέτο και να επιτυγχάνει την εξαίρεση από τον χώρο ευθύνης της (τη λεγόμενη «ομπρέλα» του ΝΑΤΟ) περιοχές της Ελλάδας τις οποίες θεωρεί αμφισβητούμενης κυριαρχίας.

Η τουρκική διπλωματία κατόρθωσε το δικαίωμα αυτό να το επεκτείνει και εντός των μηχανισμών της Ε.Ε. (π.χ. FRONTEX), παρά το ότι δεν είναι μέλος της Ενωσης. Με τον τρόπο αυτόν εδραιώνει και σε επίπεδο Ε.Ε. τις διεκδικήσεις στο Αιγαίο. Η Ουάσιγκτον είναι αποφασισμένη να αναμειχθεί σε όποιες διευθετήσεις δρομολογηθούν στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο στόλος των ΗΠΑ δεν είναι δύσκολο να φθάσει στην περιοχή. Η Ουάσιγκτον μπορεί να αξιοποιήσει το Κυπριακό για να διεκδικήσει μερίδιο του θαλάσσιου πλούτου της περιοχής.

Ταυτόχρονα, στις διαπραγματεύσεις της διανομής του, μπορεί να πιέσει για μια λύση στο Κυπριακό σύμφωνα με τα συμφέροντά της. Το παιχνίδι με τα πετρέλαια της ΝΑ Μεσογείου επανέφερε την Αθήνα ενώπιον πάγιων διλημμάτων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η διαπραγματευτική ικανότητα της Ελλάδας μειώνεται, εκτός των άλλων, και εξαιτίας της τουρκικής απειλής πολέμου στην περίπτωση που η Αθήνα ασκήσει το κατά το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας δικαίωμά της να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια.

[1] Bλ. Ferhat Kentel, «Les Balkans et la crise de l’identitι nationale turque», στο Xavier Bougarel/Natalie Clayer, Le Nouvel Islam balkanique: les musulmans, acteurs du post-communisme, 1990-2000, Paris: Maisonneuve & Larose, 2001 (Μάιος), σ. 357.

[2] Βλ. Ahmet Davutoglu, Stratejik Derinlik. Tόrkiye’nin Uluslurarasι, Konumu.

Θεόδωρος Σ. Μπατρακούλης, Δρ Πανεπιστημίου Paris 8 / ΕΘΝΟΣ

Σχολιάστε