Τι θα συνέβαινε στην Ευρώπη αν η χώρα μας αποφάσιζε τώρα να στραφεί για βοήθεια στην Κίνα, την Ινδία ή στο ΔΝΤ.

Του Αντωνη Kαμαρα*
Η αποσαφήνιση της εθνικής επιλογής μας – η πραγματική μείωση των δημοσίων δαπανών και η ευρύτερη αναδιάρθρωση του ελληνικού οικονομικού μοντέλου με αντάλλαγμα τη βοήθεια από τις πλεονάζουσες χώρες της Ε.Ε – είναι η αρχή και όχι το τέλος της σημερινής Οδύσσειάς μας.
Θα μας βοηθήσει, σε αυτό το περιπετειώδες και επικίνδυνο ταξίδι, να αναλογιστούμε κάτι που πολλοί ξένοι σχολιαστές έχουν ήδη διαπιστώσει: ότι ο προορισμός μας επηρεάζει το διεθνές σύστημα στο σύνολό του. Το ελληνικό πρόβλημα αντιμετωπίζεται με πλανητικούς όρους, δηλαδή το γεγονός ότι η δημοσιονομική κρίση κυρίως των ΗΠΑ και της Ε.Ε., συνάμα με τη χαμηλή υπογεννητικότητα της Ε.Ε. και της Ιαπωνίας, δηλούν τη μετατόπιση του κέντρου βάρους σε ανερχόμενες δυνάμεις όπως η Κίνα και η Βραζιλία.
Η ασιατική ανατολή και η Νότια Αμερική δηλαδή που στη σύγχρονη περίοδο -19o και 20ό αιώνα- είχαν περιέλθει σε σχέση εξάρτησης ακόμη και υποτέλειας με την παντοδύναμη Δύση διεκδικούν σήμερα τη διεθνή πρωτοκαθεδρία.
Αυτό που επίσης προτείνεται από τους διεθνείς αναλυτές είναι ότι ένας βιώσιμος επαναπροσδιορισμός του ευρωπαϊκού εγχειρήματος είναι σε θέση να αποκαταστήσει την ισχύ της Ε.Ε. έναντι αυτών των νέων πόλων ισχύος. Το δικό μας ταξίδι, με άλλα λόγια, θα συνδιαμορφώσει και τον απώτερό μας προορισμό, τον κόσμο στο οποίο η Ελλάδα αναπόδραστα θα ζήσει.
Από αυτή την άποψη η άκαρπη προσπάθεια προσέλκυσης πόρων από την Κίνα και η προτροπή του Ρώσου πρόεδρου Μεντβέντεβ να αποταθούμε στο ΔΝΤ, έπαιξαν και πιθανόν να συνεχίσουν να παίζουν τον ρόλο των Σειρήνων. Η έλξη αυτών των καλεσμάτων συνίσταται στην άνοδο στο διεθνές στερέωμα μέχρι πρότινος περιφερειακών δυνάμεων, σήμερα καπιταλιστικών και δημοσιονομικά ισχυρών. Τέτοιες χώρες ως επί το πλείστον επιθυμούν μια σχέση είτε α λα καρτ με την Ευρωπαϊκή Ενωση είτε σε διμερή βάση με τις χώρες μέλη της Ε.Ε. και δη τις ισχυρότερες εξ αυτών όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Βρετανία. Η θεσμοθετημένη πια έκφανση αυτού του φαινόμενου είναι η ίδρυση των G20, η νέα Ιερά Συμμαχία ισχυρών και τελούντων εν αυθαιρεσία κρατών, όπως έχει χαρακτηρισθεί.
Για τη χώρα μας οι συνέπειες του δρόμου αυτού, που μέχρι τώρα αποφασίσαμε να μην ακολουθήσουμε, του ΔΝΤ και/ή της σε διμερή βάση υποστήριξη από μια χώρα σαν την Κίνα, θα είχε τον χαρακτήρα της αυτοχειρίας. Πρώτον, θα σήμαινε την υπαναχώρηση των συλλογικών λύσεων και μηχανισμών που εκφράζει πρωτίστως η Ε.Ε. Αυτή η υπαναχώρηση της ευρωπαϊκής συλλογικότητας πρωτίστως βεβαίως θα πλήξει την ισχύ μικρών χωρών σαν τη δικιά μας και θα ενισχύσει σχετικά ή απόλυτα ισχυρότερους παίκτες, από την Τουρκία μέχρι την Κίνα. Δεύτερον, θα συμβάλει στην ηγεμονία χωρών της παγκόσμιας περιφέρειας όπως είναι η Κίνα έναντι της Ευρώπης – την υποχώρηση δηλαδή ενός διεθνούς συστήματος που εμφορείται ακόμη από τον Δυτικό Πολιτισμό, πολιτισμό με τον οποίων η Ελλάδα και ο Ελληνισμός έχουν μοναδικά προνομιακή σχέση, και λόγω της ιστορίας μας αλλά και της γεωγραφικής μας θέση ως η απόληξη της Δύσης στην Ανατολή.
Ας πάρουμε την περίπτωση της Κίνας, αυτής της Σειρήνας που απ’ ό,τι φαίνεται επιθυμήσαμε αλλά δεν μπορέσαμε να ακούσουμε. Η Κίνα πορεύεται με γνώμονα τον διεθνή ρεβανσισμό λόγω της ιστορικής ταπείνωσης που υπέστη από τη Δύση και την πρώτη εκδυτικισμένη ασιατική δύναμη, την Ιαπωνία. Εναν ρεβανσισμό που δεν θέλει να αποτινάξει και μια ταπείνωση που δεν επιθυμεί να ξεχάσει, διότι μέσω αυτών βασίζει και την εσωτερική της συνοχή, μέγιστο μέλημα μιας αχανούς και ολοένα και πιο άνισης και άδικης, κοινωνικά, εθνοτικά και οικονομικά, χώρας. Λειτουργεί επίσης με αυταρχισμό στο εσωτερικό της και ανέχεται εάν δεν ενθαρρύνει τον αυταρχισμό διεθνώς μια που με αυταρχικά καθεστώτα μπορεί να έχει και τις πιο ομαλές σχέσεις με βάση την αμοιβαία κατανόηση και ανοχή. Μια τέτοια Κίνα ποσώς την ενδιαφέρει εάν η Ελλάδα, ως αποδέκτης των επενδυτικών της κεφαλαίων, είναι μια δημοκρατική χώρα ή όχι. Εξίσου αδιάφορο της είναι εάν οι διενέξεις της με τους γείτονες της διεξάγονται εντός των κανόνων του σημερινού εξελισσόμενου και απαιτητικού Διεθνούς Δικαίου ή όχι.
Ο διακανονισμός που αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε μπορεί να εξασφαλίσει την επιβίωση της Ευρωζώνης και κατ’ επέκταση τη συνύπαρξη του Ευρωπαϊκού Νότου με τον Βορρά εντός του πλαισίου της Ε.Ε. – τη διατήρηση δηλαδή αυτής της μορφής συλλογικής δράσης, και του οικονομικού μεγέθους και γεωγραφικής έκτασης, που θα είναι σεβαστή και υπολογίσιμη ως ένας εκ των βασικών πόλων ισχύoς σε παγκόσμια βάση. Μόνο ένας τέτοιος πόλος μπορεί να διαπραγματευτεί την άνοδο ανταγωνιστικών πόλων εις τρόπον ώστε να προστατευτεί η ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων: Την εναρμόνιση της συμπεριφοράς εθνών-κρατών με βάση τους διεθνείς κανόνες εν αντιθέσει με την επίτευξη διμερών διακρατικών συμφωνιών ή την προβολή ισχύος ισχυρών εθνών-κρατών – στη δικιά μας περιφέρεια της Τουρκίας και της Ρωσίας. Τέλος μόνο ένας τέτοιος πόλος μπορεί να διατηρεί την απαίτηση, από τις χώρες που τον αποτελούν, να διατηρήσουν τα χαρακτηριστικά τους ως ευνομούμενες δημοκρατίες, ακόμη και σε περιόδους έντονων κρίσεων.
* O κ. Καμάρας είναι πολιτικός αναλυτής της Levant Partners.