Γράφει η Κουκίδα
Είναι ο τίτλος από ένα μικρό βιβλιαράκι που πρωτοκυκλοφόρησε το 1986 και έκτοτε επανεκδίδεται συνεχώς. Το έγραψε ο Νόαμ Τσόμσκι (όταν ήταν στα φόρτε του) και δείχνει τον τρόπο που εφαρμόζεται η αμερικανική εξωτερική πολιτική.
Βασικός άξονας ήταν και παραμένει η φιλοσοφία του Χένρι Κίσινγκερ, ίσως του μεγαλύτερου δολοπλόκου πολιτικού που πέρασε από τον πλανήτη μας.
Εάν θέλεις να διαλύσεις μια χώρα, υποστηρίζει ο Κίσινγκερ, εκτός από την φανερή πολιτική πίεσης που πρέπει να ακολουθεί ο Λευκός Οικος, οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες πρέπει να παρεισφρήσουν στα ενδότερα της χώρας. Στην αστυνομία, τους επαναστατικούς πυρήνες, τα πανεπιστήμια, τα εργατικά σωματεία, παντού.
Θα πάρει χρόνια, έλεγε, αλλά αξίζει τον κόπο.
Και έφερε για παράδειγμα τον Αριστοτέλη Ωνάση. Για πολλά χρόνια προσπαθούσε η αμερικανική κυβέρνηση να συγκρατήσει «τον ατίθασο Έλληνα» και την οικονομική αυτοκρατορία που έχτιζε. Ματαίως.

Όταν τα έλεγα εγώ για τον Ωνάση…..
Δυστυχώς η Ελλάδα στο πέρασμα τον αιώνων ήταν πάντα στο έλεος τον μεγάλων δυνάμεων………………
kai den ithele na ginei megali dinami pote agapite…tora tha exafanistei ki olas!!!!
root και αλατζογλου
μην ορκίζεστε κιόλας ….
Βρε σεις Κουκίδες, με τις φτηνές απάτες πάτε να κάνετε καλό στην Ελλάδα; Είναι γεμάτο ψέματα το παραπάνω. Ναι, ο Κίσινγκερ είναι ο άνθρωπος με ευθύνες για πολλά άσχημα, αλλά δεν έχει πει ποτέ τέτοια για την Ελλάδα. Όσο για τον Ωνάση, υπήρξε συνεργάτης στενός κάποιων Αμερικανών, και αντίπαλος άλλων Αμερικανών. Έλεος. Παραχώρησε ακόμα και το σπίτι του στο Λαγονήσι για να ζει ο Δικτάτορας Παπαδόπουλος. Ο Ωνάσης είχε πατριωτικό πνεύμα, αλλά και αυτός δεν ήταν τέλειος.
Κάποιοι Αμερικάνοι σαν τον Κίσιγκερ θα μπορούσαν να είχαν πάει για βρούβες αν εμείς είχαμε συμμαχήσει με κάποιους άλλους Αμερικάνους, και όχι με το να πολεμάμε όλη την Αμερική σαν να είμαστε Ναζιστικά ή Κομμουνιστικά βόδια.
Δεν ξέρω τι έλεγαν με τον Παπακωνσταντίνου, αλλά άμα πεθάνει θα κάνω πάρτυ!
Τι είναι πατρίδα; Τι είναι πατριωτισμός; Τι σημαίνει να είσαι Έλληνας στην παγκοσμιοποιημένη ανθρωπότητα; Τα πιο πάνω ερωτήματα μπορεί να φαντάζουν για μερικούς αμαθείς και ανιστόρητους ως κωμικός αναχρονισμός, μπροστά στις δήθεν ιδεολογικές υπερβάσεις και στη νέα εποχή των ευφρόσυνων διαβουκολήσεων. Τότε, ο Τούρκος αφάνιζε τον Ελληνισμό διά στόματος μαχαίρας. Σήμερα, επιχειρεί να τον αφανίσει με την υπογραφή και τη θέλησή του, στα πλαίσια μιας πολτοποιημένης αντίληψης και μιας λοβοτομημένης θέσης να ξεχάσουμε το παρελθόν για να κτίσουμε ένα, δήθεν, ειρηνικό μέλλον. Τιμώντας την επανάσταση όλων των Ελλήνων κατά του τουρκικού σκότους, ο απελέκητος Μακρυγιάννης, είναι ξανά και πάντα επίκαιρος. Στα απομνημονεύματά του, γράφει και διδάσκει:
«Η πατρίδα του κάθε ανθρώπου και η θρησκεία είναι το παν και πρέπει να θυσιάζη και πατριωτισμόν και να ζη αυτός και οι συγγενείς του ως τίμιοι άνθρωποι εις την κοινωνία. Και τότε λέγονται έθνη, όταν είναι στολισμένα με πατριωτικά αιστήματα. Το αναντίον λέγονται παλιόψαθες των εθνών και βάρος της γης (…). Ότι κρικέλα δεν έχει η γης για να την πάρη κανείς εις την πλάτη του, ούτε ο δυνατός, ούτε ο αδύνατος. Και όταν είναι ο καθείς αδύνατος εις ένα πράμα και μόνος του δεν μπορεί να πάρη το βάρος και παίρνει και τους άλλους και βοηθούν, τότε να μην φαντάζεται να λέγη ο αίτιος εγώ. Να λέγη εμείς. Ότι βάνανε όλοι τις πλάτες, όχι ένας».
Ο Μακρυγιάννης αγωνίστηκε, πληγώθηκε, σακατεύτηκε, θύμωσε με τους Έλληνες, ιδιαίτερα με διεφθαρμένους ηγέτες τους. Πικρός, ευθύς, οργισμένος αλλ’ αληθινός, νουθετεί:
«Όσοι έχουν την τύχη μας σήμερον εις τα χέρια τους, όσοι μας κυβερνούν, μεγάλοι και μικροί, και υπουργοί και βουλευταί, τόχουν σε δόξα, τόχουν σε τιμή, τόχουν σε ικανότη το να τους ειπής ότι έκλεψαν, ότι πρόδωσαν, ότι ήφεραν τόσα κακά εις την πατρίδα. Είναι άξιοι άνθρωποι και τιμώνται και βραβεύονται. Όσοι είναι τίμιοι κατατρέχονται ως ανάξιοι της κοινωνίας και της πολιτείας».
Γιατί στα γεράματά του ο Μακρυγιάννης αποφάσισε να μάθει γράμματα και να αφήσει σε μας αυτό «το γράψιμο το απελέκητο»;
Εξηγεί:
«Ένα πράμα μόνον με παρακίνησε κ’ εμένα να γράψω, ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσωμεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμεν κι όλοι μαζί και να μη λέγη ούτε ο δυνατός “εγώς”, ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγη ο καθείς εγώ; Όταν αγωνιστή μόνος του και φκειάση, ή χαλάση να λέγη εγώ. Όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκειάνουν, τότε να λένε “εμείς”. Είμαστε εις το εμείς κι όχι εις το “εγώ”. Και εις το εξής να μάθωμεν γνώση, αν θέλωμεν να φκειάσωμεν χωριόν, να ζήσωμεν όλοι μαζί».
Πριν από τη μάχη στους Μύλους, τον πλησιάζει ο Γάλλος ναύαρχος Δεριγνύ, ο οποίος απορεί με τις θέσεις τις οποίες θα υπεράσπιζε ο Μακρυγιάννης. Κι αυτός του απαντά:
«Είναι αδύνατες οι θέσεις κι εμείς. Όμως, είναι δυνατός ο Θεός που μας προστατεύει, και θα δείξομεν την τύχη μας σ’ αυτές τις θέσεις τις αδύνατες. Κι αν είμαστε ολίγοι στο πλήθος του Μπραίμη, παρηγοριόμαστε μ’ έναν τρόπο. Ότι η τύχη μάς έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθε και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν. Και όταν κάνουν αυτήνη την απόφαση, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν».