
Του Σταύρου Χριστακόπουλου
Όταν ο πρωθυπουργός της Ελλάδας έλεγε ότι κυβερνά μια διεφθαρμένη χώρα, όταν ο υπουργός του επί των Οικονομικών κήρυσσε τον ανένδοτο κατά της φοροδιαφυγής, τι ακριβώς εννοούσαν;
Ότι θα ερχόταν η ώρα, λίγους μόνον μήνες αργότερα, που θα έδιναν γενική… αμνηστία σε αυθαιρετούχους, χρεωμένους στο Δημόσιο, παρανομήσαντες κάθε είδους;
Εννοούσαν μήπως ότι θα γενίκευαν την άθλια μέθοδο της «περαίωσης», την οποία και οι ίδιοι, ως ΠΑΣΟΚ, είχαν στο παρελθόν καταγγείλει ως νομιμοποίηση της διαφθοράς;
Στο σημερινό ρεπορτάζ του «Π» αποτυπώνονται ανάγλυφα οι εισηγήσεις προς τον πρωθυπουργό για μια γενικευμένη περαίωση κάθε είδους εκκρεμουσών υποθέσεων με στόχο να πέσουν μερικά ευρώ παραπάνω στα κρατικά ταμεία, στα οποία σε λίγο, ελέω της ύφεσης και της συνεχούς αφαίμαξης των εισοδημάτων, θα υπάρχουν μόνο νυχτερίδες κι αράχνες.
Το πρώτο αυτονόητο συμπέρασμα είναι ότι η κυβέρνηση, έχοντας μπροστά της να υλοποιήσει ένα «μεσοπρόθεσμο» εισπρακτικό πρόγραμμα, το οποίο στην τελική του μορφή θα ξεπεράσει τα 30 δισ. ευρώ, θέλει να ενεργοποιήσει κάθε πιθανό πόρο.
Ακόμη κι αν αυτός ισούται με μια σταγόνα στον ωκεανό των ελλειμμάτων και του χρέους. Ακόμη κι αν έτσι νομιμοποιεί συμπεριφορές που, κατά το δικό τους αυτοτελές μερίδιο, συνέβαλαν σε κρίσιμο βαθμό στην πλήρη παρασιτοποίηση και εν τέλει την αποδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας.
Επικοινωνιακά η υλοποίηση αυτής της επιλογής – η οποία, σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, εμφανίζεται ως αρεστή στον πρωθυπουργό – μπορεί άνετα, στην εποχή της πλήρους σύγχυσης, να παρουσιαστεί ως «κόκκινη γραμμή» με το παρελθόν, ως «ρήξη με τα βαρίδια» και τις «παρωχημένες αντιλήψεις» για τη σχέση του κράτους με τον πολίτη, ως «κοινωνικό μέτρο» που θα απαλλάξει μικροϊδιοκτήτες και ταλαιπωρημένους – από το διεφθαρμένο κράτος – πολίτες από τα βάρη μιας εποχής που τελειώνει.
Η αλήθεια είναι ότι η επικοινωνία – προπαγάνδα τη λέγαμε πριν η ίδια καλλωπίσει και ανασυσκευάσει τον εαυτό της – δεν έχει τελικό όριο. Μπορεί να εξελίσσεται και να αναπαράγει τον εαυτό της μεταλλασσόμενη διαρκώς. Η κύρια ωστόσο αποστολή της είναι η ίδια επί αιώνες: να πουλάει τα φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Και, στην περίπτωσή μας, να καλλωπίζει τη δικαίωση της παρανομίας και της διαφθοράς εις βάρος της ευσυνείδητης τήρησης των υποχρεώσεων του νομιμόφρονος πολίτη προς το κράτος.
Χάριν της… ευημερίας
Ένα δεύτερο, λιγότερο αυτονόητο, συμπέρασμα από τον σχεδιασμό περί «γενικής περαίωσης» είναι ότι έρχεται να υλοποιήσει μια αντίληψη που μιλάει για την ένταξη της «άτυπης» οικονομίας στο πλαίσιο της «επίσημης». Την αθέατη στους πολλούς ουσία αυτής της ένταξης ανέλυσε προσφάτως η κ. Έλενα Παναρίτη, η οποία συγκεντρώνει τις εξής ενδιαφέρουσες ιδιότητες:
♦ Βουλευτής Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ.
♦ Σύμβουλος του πρωθυπουργού.
♦ Πρώην σύμβουλος του καταδικασμένου σε πάνω από 30 χρόνια φυλάκιση πρώην προέδρου του Περού Αλμπέρτο Φουτζιμόρι.
♦ Πρώην εργασθείσα στη Διεθνή Τράπεζα.
♦ Συγγραφέας («Το φαινόμενο του Φουτζιμόρι: Κυβερνητική μεταρρύθμιση μέσω της άμεσης δημοκρατίας» κ.λπ.).
♦ Νυν «κοινωνική επιχειρηματίας».
♦ Επικεφαλής της εταιρείας Panel Group, η οποία όχι μόνον «ασχολείται με ρυθμίσεις αξιοποίησης ακίνητης περιουσίας που χρηματοδοτούνται αποκλειστικά από τον ιδιωτικό τομέα και που αποδίδουν σημαντικά οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντολογικά αποτελέσματα», αλλά επιπλέον «επενδύει σε υποβαθμισμένες περιοχές και παρέχει συμβουλές για τη δημόσια στρατηγική πολιτική και τη μετατροπή και αξιοποίηση της μη ρευστοποιήσιμης ακίνητης περιουσίας».
Η σύμβουλος του πρωθυπουργού, λοιπόν, πριν από δύο εβδομάδες περίπου, όπως διαβάζουμε στη σελίδα 15 της έκδοσης 16-17 Απριλίου της εφημερίδας «Ισοτιμία», μίλησε σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας επ’ ευκαιρία της έκδοσης στα ελληνικά του βιβλίου της «Ευημερία δίχως όρια». Κατά την ομιλία της αυτή, όπως σημειώνει το ρεπορτάζ της εφημερίδας, «προκάλεσε με τις επισημάνσεις της για την ελληνική οικονομία».
Μια και δεν ξέρουμε, όμως, τι ακριβώς προκάλεσε, ας σταθούμε στο ότι «προτείνει μια νέα μεθοδολογία για την ένταξη της άτυπης οικονομίας στους κόλπους της επίσημης. Πρόκειται ουσιαστικά για πρακτική εφαρμογή των θεσμικών οικονομικών στα δικαιώματα ιδιοκτησίας και στην αντίστοιχη διαχείριση του δημόσιου τομέα».
Η κ. Παναρίτη, σε κείνη την εμφάνισή της, σύμφωνα πάντα με το ίδιο ρεπορτάζ, «περιγράφοντας την εμπειρία της ως εργαζόμενης στην Παγκόσμια Τράπεζα, σε αρκετές περιπτώσεις δεν δίστασε να παραλληλίσει την Ελλάδα με χώρες της Λατινικής Αμερικής επισημαίνοντας: «Λείπουν οι κανόνες, οι θεσμοί από κάποιες χώρες, και αυτό το στοιχείο οδηγεί σε σαθρό περιβάλλον, σε τριβές μεταξύ των εμπλεκομένων, δηλαδή του Δημοσίου και των πολιτών μιας χώρας»».
Είναι, λοιπόν, ένα στοιχείο «θεσμικής τακτοποίησης», το οποίο απαλύνει ή εξαφανίζει τις «τριβές μεταξύ του Δημοσίου και των πολιτών μιας χώρας», η έμμεση σήμερα – και άμεση ύστερα από μια συνταγματική αναθεώρηση – νομιμοποίηση των πολυπληθών αυθαιρέτων, πολλά εκ των οποίων αφορούν καταπατήσεις ακόμη και δασών ή δασικών εκτάσεων, αιγιαλού και άλλων «μη ρευστοποιήσιμων» στοιχείων δημόσιας ακίνητης περιουσίας.
Για να καταλάβουμε το… μπαγιόκο που κρύβεται πίσω από τον όρο «μη ρευστοποιήσιμη περιουσία», προσφεύγουμε στην ίδια την κ. Παναρίτη, η οποία επεσήμανε πως, σύμφωνα με έρευνα της Παγκόσμιας Τράπεζας, γύρω στα 4 δισ. άτομα ζουν σε ένα περιβάλλον όπου η μη ρευστοποιήσιμη ιδιοκτησία αποτιμάται στα 9 τρισ. δολάρια. Ομολογουμένως τεράστιος ο πειρασμός.
Δεδομένου μάλιστα ότι αυτά τα 4 δισ. άνθρωποι ζουν κατά κανόνα σε «υποβαθμισμένες περιοχές», στις οποίες δραστηριοποιείται η εταιρεία της κ. Παναρίτη, όπου οι έννοιες του κτηματολογίου και των τίτλων ιδιοκτησίας είναι περίπου άγνωστες, μπορούμε να αντιληφθούμε όχι μόνο την εξειδίκευση της εταιρείας της, αλλά και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της.
Μπορούμε επίσης να αντιληφθούμε τον παραλληλισμό της Ελλάδας με χώρες της Λατινικής Αμερικής αν θυμηθούμε τη μέθοδο με την οποία το καθεστώς Φουτζιμόρι, με τη συνδρομή μιας χούντας και των τανκς, υφάρπαξε τη γη των γηγενών Ινδιάνων.
Όπως γράφαμε στο «Π» στις 14.4.2011, η διαδικασία ήταν η εξής:
«Το 1974 το καθεστώς του στρατηγού Χουάν Βελάσκο Αλβαράδο αναγνωρίζει τη “νόμιμη ύπαρξη και τη νομική ταυτότητα των ιθαγενών λαών του Αμαζονίου και των εδαφών τους”. Η κατάσταση αυτή επιβεβαιώθηκε με το Σύνταγμα του 1979. Ωστόσο όλα αυτά διαγράφτηκαν με μια μονοκονδυλιά με το Σύνταγμα του καθεστώτος Φουτζιμόρι (για τον οποίο η κυρία Παναρίτη έχει γράψει ύμνους) το 1993, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο της αρπαγής και της καταλήστευσης των εδαφών αυτών.
Με το Σύνταγμα του Φουτζιμόρι το 1993 θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι άνοιξε ο δρόμος για την εκμετάλλευση της γης των Ινδιάνων (γι’ αυτήν την εκμετάλλευση εργάστηκε στο Περού η κυρία Παναρίτη αποκτώντας τη σημερινή τεχνογνωσία).
(…) Η αρπαγή και το ξεπούλημα της γης των Περουβιανών έγινε αριστοτεχνικά και… εκσυγχρονιστικά, με τα εξής βήματα:
♦ Δημιουργία κτηματολογίου.
♦ Επίσημοι τίτλοι ιδιοκτησίας επί των προαιώνιων κοινοτικών ιδιοκτησιών επί της προεδρίας Φουτζιμόρι.
♦ Πρόσβαση (των ιδιοκτητών) σε πιστώσεις. Δηλαδή δέσιμο της γης τους με υποθήκες στις τράπεζες.
Τη συνέχεια τη φαντάζεστε…».