"Greek National Pride" blog / Εξοπλισμοί

Υποβρύχια «παθήματα και μαθήματα»


Καθώς οι έρευνες για το σκάνδαλο των υποβρυχίων συνεχίζονται η προσοχή όλων, δικαιολογημένα, έχει στραφεί κυρίως στα γεγονότα εκείνης της περιόδου όμως η δημοσιογραφική έρευνα των ελληνικών μέσων μαζικής ενημέρωσης έφερε στην επιφάνεια πολλές λεπτομέρειες σχετικά με την υπόθεση που αξίζουν να αντιμετωπιστούν όχι μόνο ως στοιχεία της δικογραφίας αλλά και ως πηγή προβληματισμού για τις μελλοντικές ενέργειες της ελληνικής κυβέρνησης και της διαχείρισης της παρακολούθησης των εξοπλιστικών προγραμμάτων.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το δημοσίευμα της «Καθημερινής της Κυριακής» του Τάσου Τέλογλου του φύλλου της 29ης Μαΐου.

«Η εταιρεία TKMS, όμως, όπως φαίνεται από καταθέσεις ανωτέρων στελεχών της στην εισαγγελία, θεωρούσε ότι παρά τα «χρέη» της προς τους Α.Α. και Μ.Φ., θα μπορούσε να στηριχθεί στη βοήθειά τους για την παραλαβή του «Παπανικολή» από την κυβέρνηση της Ν.Δ. Γι’ αυτό τον λόγο πίστευε ότι θα έπρεπε να «τελειώσουν οι εκκρεμότητες» της Ferrostaal μαζί τους. Εκτός, όμως, από τις υπεράκτιες εταιρείες, φαίνεται ότι ρόλο έπαιξαν και δύο εταιρίες προμηθευτών των ΕΝΑΕ (Ελληνικά Ναυπηγεία Σκαραμαγκά). Η μία, η εταιρεία Mettalco του Ιταλού Τζιάν Κάρλο Μπουσσέι, τροφοδοτούσε με χάλυβα τα ναυπηγεία για κάποιο διάστημα αλλά πληρώθηκε από την άλλη εταιρεία του κονσόρτσιουμ, με 7 εκατ. ευρώ! Σύμφωνα με τον Χανς Μύλενμπεκ, αυτή η πληρωμή έγινε για να προστατευθούν τα συμφέροντα της HDW στα ΕΝΑΕ, αλλά οι ανακριτές στο Μόναχο θεωρούν ότι η ιταλική εταιρεία χρησιμοποιήθηκε για να μη «φανεί» ότι το ποσό των 17 εκατ. ευρώ στα βιβλία της HDW αφορούσε σε στέλεχος των ναυπηγείων. Η δεύτερη πληρωμή ύψους 8 εκατ. έγινε σε ιδιοκτήτη εταιρείας του Πειραιά, που, σύμφωνα με τον Μύλενμπεκ, είχε σχέση με τον ίδιο παράγοντα του Ναυπηγείου και τον εκσυγχρονισμό των υποβρυχίων 209».

Σύμφωνα με το δημοσίευμα τα αναφερόμενα αποτελούν μέρος της δικογραφίας που έχει σχηματίσει το Μόναχο για την υπόθεση. Είναι όμως εξόχως αποκαλυπτικά γιατί αναδεικνύουν μία πτυχή της υλοποίησης των εξοπλιστικών προγραμμάτων που αφορά στις σχέσεις μεταξύ κυρίου αναδόχου και υποκατασκευαστών και η οποία αποτελεί γενικώς συνήθη πρακτική.

Στο πλαίσιο λοιπόν αυτής της πρακτικής ο κύριος ανάδοχος προμηθεύεται τα επιμέρους υλικά, συστήματα, υποσυστήματα κλπ. από τους διάφορους υποκατασκευαστές το κόστος των οποίων καταβάλλεται με την έκδοση τιμολογίου στα οποία όμως συμπεριλαμβάνεται και κόστος διαχείρισης (risk management fee) που συνήθως ανέρχεται σε 10 με 20% επί της αξίας του τιμολογίου.

Για τη HDW/Ferrostaal όμως δεν αποτελεί πλέον μυστικό ότι σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις των υποκατασκευαστών αυτό το κόστος διαχείρισης ήταν και είναι υπέρμετρα αυξημένο που δεν δικαιολογούσε και δεν δικαιολογεί και σήμερα αυτό το ποσοστό να καταλήγει στον διπλασιασμό ή τριπλασιασμό της τιμής του αρχικού τιμολογίου του υποκατασκευαστή. Κι εδώ τίθεται το ερώτημα πως είναι δυνατόν το υπουργείο Εθνικής Άμυνας να αρκείται σε μία δήλωση της HDW/TKMS, την οποία μετά από την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος απέστειλε στο υπουργείο και στα ΕΝΑΕ, με την παρατήρηση μάλιστα ότι τη στέλνει σε ένδειξη καλής διάθεσης και αβροφροσύνης! Ποιος και πως θα ελέγξει το ότι στα τιμολόγια αυτά δεν υπάρχει υπερβολική χρέωση προς όφελος της HDW/TKMS; Αυτό φυσικά οδηγεί σωρευτικά στην αύξηση του κόστους το προϊόντος για τον πελάτη. Επίσης, πως θα ελεγχθεί η σημερινή τιμή υλικών ή υπηρεσιών που δηλώνει στην περίπτωσή μας η HDW/Ferrostaal ότι ενσωματώνει μια λογική αύξηση λόγω πληθωρισμού και δεν ενσωματώνει αμοιβές… «ομάδων προσευχής»…

Σε αυτό το πλαίσιο η παρακολούθηση της διαχείρισης των εξοπλιστικών προγραμμάτων από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας δεν θα πρέπει να περιοριστεί μόνο στην παρακολούθηση της προόδου των εργασιών και της επιχειρησιακές και τεχνικές προδιαγραφές του έργου σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην σύμβαση ούτε βέβαια στις γενικού περιεχομένου δηλώσεις συμμόρφωσης με προβλέψεις όπως πχ του Άρθρου 8 («Διαφάνεια και Έλεγχος») του νόμου 3885/29 Σεπτεμβρίου 2010 (Σύμβαση ναυπήγησης των δύο νέων υποβρυχίων Type 214) αλλά θα πρέπει να επεκταθεί σε βάθος και να αποκτήσει τη διάσταση λογιστικού ελέγχου (auditing).

Δηλαδή με άλλα λόγια οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Εθνικής Άμυνας θα πρέπει να προβαίνουν στο συστηματικό έλεγχο όλων των συμβάσεων υποκατασκευής όχι μόνο σε ότι αφορά τα ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα αλλά και τη λογιστική τους διάσταση.

Με αυτό τον τρόπο αφενός θα συμπιεστεί το κόστος υλοποίησης των εξοπλιστικών προγραμμάτων και αφετέρου θα ελέγχεται απόλυτα η διάρθρωση και η ροή της εφοδιαστικής αλυσίδας για την υλοποίηση του προγράμματος. Οπότε οι υπερτιμολογήσεις με την προσθήκη «φουσκωμένων» εξόδων διαχείρισης και η χρησιμοποίηση αυτών των οικονομικών πόρων για τις κατ’ ευφημισμών «χρήσιμες πληρωμές», προμήθειες, αμοιβές συμβούλων, ενδιαμέσων και λοιπών θα καταστούν αδύνατες.

Είναι επίσης αυτονόητο ότι όσο μεγαλύτερος είναι ο όγκος και το μέγεθος του προγράμματος τόσο περισσότερο «αποδοτικές» είναι οι υπερτιμολογήσεις με την μέθοδο της χρέωσης υπερβολικών ποσοστών εξόδων διαχείρισης.

Μήπως άραγε θα έπρεπε οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Εθνικής Άμυνας να κάνουν μία έρευνα τουλάχιστον ανάμεσα στους Έλληνες υποκατασκευαστές για να διαπιστώσουν την έκταση της προαναφερόμενης πρακτικής;

Το σκάνδαλο των υποβρυχίων αφενός έχει δικαιολογημένα εξαγριώσει την ελληνική κοινή γνώμη αφετέρου έχει προσβάλλει ισχυρά όχι μόνο το ελληνικό πολιτικό σύστημα αλλά και την εθνική άμυνα καθότι είναι πλέον ευρύτατα διαδεδομένη η αντίληψη ότι οι αμυντικές δαπάνες είναι εκτροφείο σκανδάλων.

Καθώς οι δικαστικές αρχές συνεχίζουν την έρευνα για την αποκάλυψη των πραγματικών περιστατικών και την απονομή ευθυνών εκεί όπου αντιστοιχούν (και φυσικά πρέπει να υποστηριχθούν με όλα τα μέσα από την ελληνική πολιτεία για την ολοκλήρωση του έργου τους) καλό θα είναι το ελληνικό δημόσιο να αντλήσει διδάγματα από τα παθήματα του παρελθόντος για να εξελίξει και βελτιώσει τις διαδικασίες του και τις δομές του. Σε μία τέτοια περίπτωση πολλαπλά ωφελημένοι θα είναι το ίδιο το πολιτικό σύστημα, οι φορολογούμενοι, η εθνική άμυνα και η υγιής επιχειρηματικότητα.

Ενώ οι διαθέσιμοι οικονομικοί πόροι για την εθνική άμυνα μειώνονται συνεχώς, απόρροια της τραγικής δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας, η αύξηση της ανταποδοτικότητας των αμυντικών επενδύσεων σίγουρα περνάει και μέσα από την συμπίεση του κόστουςπηγη

Σχολιάστε