Δημήτριος Γούναρης
Μέσα στο δωμάτιο του αρρώστου κρατούμενου πολιτικού αγρυπνούσαν στο προσκεφάλι του η αδελφή του Αμαλία Κανελλοπούλου (μητέρα του Παν. Κανελλόπουλου), η σύζυγος του ανιψιού του Βασίλη Σαγιά, ο γαμπρός του Κανέλλος Κανελλόπουλος, και ο επίσης συγγενής του γιατρός από την Πάτρα Ιω. Βλάχος, που έμενε άφωνος και απελπισμένος.
Σε μια στιγμή ο Γούναρης συνέρχεται από τον λήθαργο και βλέπει την αδελφή του να τον φιλάει με πολλή διακριτικότητα στο μέτωπο για να μην του ταράξει τον ύπνο.
–Αμαλία έκανες τόσο κουραστικό ταξίδι για να έλθεις;
Στις 7 το πρωί δυο φορτηγά αυτοκίνητα γεμάτα ένοπλους στρατιώτες στάθμευσαν μπροστά στην κλινική. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, έφθασαν ένα άλλο φορτηγό κλεισμένο από τις τρεις πλευρές, που είχε μεταβληθεί σε νοσοκομειακό όχημα, κι ένα επιβατικό γεμάτο αξιωματικούς της Χωροφυλακής.
Ο ταγματάρχης Εμμ. Κατσιγιαννάκης, εκτελώντας καθήκοντα υποδιευθυντού της αστυνομίας, ανέβηκε τρέχοντας τα μαρμάρινα σκαλιά της κλινικής. Ξαφνικά βρέθηκε μπροστά στον Κανελλόπουλο και στον γιατρό Βλάχο και τους είπε:
-Έχω διαταγήν να μεταφέρω εις τας φυλακάς Αβέρωφ τον κύριον Πρόεδρον…
Ο Κανελλόπουλος κι ο Βλάχος με μια φωνή απάντησαν;
-Αυτό είναι αδύνατον, ο πυρετός είναι υψηλός. Μόλις δια των ενέσεων συγκρατείται ο ασθενής εις την ζωήν…
Ο Κατσιγιαννάκης τους κοίταξε βλοσυρά:
-Εγώ δεν ξέρω τίποτα απ’ αυτά. Έχω διαταγές και θα τις εκτελέσω…
Οι άλλοι επέμειναν:
-Εμείς όμως αδυνατούμεν να σας τον παραδώσωμεν…
-Τότε θα τον μεταφέρω βιαίως…
Οι διαπληκτισμοί γίνονταν έξω απ’ το δωμάτιο του μελλοθανάτου.
Ο Γούναρης άκουσε τον θόρυβο και κάλεσε τον γαμπρό του να πληροφορηθεί τι συμβαίνει.
-Ο υποδιευθυντής της αστυνομίας ζητά να σας μεταφέρει στις φυλακές Αβέρωφ.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο ο Κατσιγιαννάκης, πλησίασε τον ασθενή και του είπε:
-Κύριε Πρόεδρε, σηκωθείτε! θα σας μεταφέρωμεν!
–Θα σηκωθώ. Περιμένετε να ενδυθώ, απήντησε ο Πατρινός πολιτικός.
Μόλις ο Κατσιγιαννάκης βγήκε απ’ το δωμάτιο, ο Γούναρης σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και ζήτησε να τον βοηθήσουν να ντυθεί. Μόλις φόρεσε το πουκάμισο του, κλονίστηκε, κι έπεσε ανάσκελα στο κρεβάτι.
Σε λίγα λεπτά σηκώθηκε και πάλι. Κι ενώ η αδελφή του κι η ανιψιά του τον βαστούσαν να φορέσει το γιλέκο και το κολλάρο του, ο Γούναρης χτένισε τα μαλλιά του κοιτάζοντας σ’ ένα καθρεφτάκι που κρατούσε ο Βλάχος.
Επειδή ο πυρετός είχε ανέβει 39.6, ο γιατρός του έκανε μια καρδιοτονωτική ένεση, και κατόπιν του φόρεσαν το σακκάκι.
Ύστερα κάθησε κι έγραψε σ’ ένα χαρτί τη διαθήκη του.
«Ό,τι απομένει εκ της μικρός περιουσίας μου μετά την αφαίρεσιν των χρεών μου, αφήνω εις τον γαμβρόν μου Κανέλλον Κανελλόπουλον, ον καθιστώ γενικό κληρονόμον, προς καλυτέραν αποκατάστασιν της κόρης του, ανεψιάς μου Μαρίας. Εις τον Δήμον Πατρέων την βιβλιοθήκην μου, και εις την υπηρέτριάν μου Ευφροσύνην Στρατή δέκα χιλιάδες δραχμών.
Δ. Π. ΓΟΥΝΑΡΗΣ
Μόλις το φορείο που μετέφερε τον Γούναρη έφθασε στις φυλακές Αβέρωφ, τον ξάπλωσαν στο κρεβάτι του κελιού. Οι πολιτικοί και στρατιωτικοί που ήσαν εκεί κρατούμενοι, έτρεξαν αμέσως κοντά του για να του δώσουν κουράγιο. Ο Χαρ. Βοζίκης τον χάιδεψε. Ο πρώην πρωθυπουργός του χαμογέλασε:
–Φοβάσαι μη χάσω το θάρρος μου; θα αντιμετωπίσω τον θάνατον μεθ’ όλου του θάρρους. Έχω την συνείδηση μου ήσυχη. Έκαμα τον απολογισμό μου. Επεσκόπησα όλο το παρελθόν μου. Εύρον ότι ως πολιτικός έπραξα ό,τι ηδυνήθην δια την πατρίδα μου. Εύρον ότι ως άνθρωπος ουδένα εν γνώσει έχω αδικήσει…
Και γυρίζοντας προς τον Ξενοφ. Στρατηγό, που είχε γλυτώσει τη θανατική ποινή, του είπε:
-Για μένα το περίμενα. Αλλά για τους άλλους δεν το εφανταζόμουν.
Νικόλαος Στρατος
Ο Νικόλαος Στράτος, που μέχρι το τέλος της δίκης ήταν αισιόδοξος, όταν έγινε γνωστή η θανατική ποινή, έμεινε άφωνος. Οι δικοί του τον είχαν περικυκλώσει, η μητέρα του έκλαιγε γοερά, πράγμα που
|
Νικόλαος Στράτος |
τον συνέτριβε ψυχικά. Παίρνοντας τον γιο του Ανδρέα (τον μετέπειτα υπουργό) απ’ το χέρι, του είπε:
–Άκουσε Ανδρέα. Να μη μισήσεις κανένα. Δι’ αυτούς μόνον η απεριόριστος βδελυγμία αρκεί. Και μιαν συμβουλήν πατρικήν σου δίδω παιδί μου: Να μη πολιτευτείς ποτέ.
Ύστερα γύρισε στη γυναίκα του:
-Να φροντίσης για τα παιδιά. Να πουλήσεις ό,τι μας μένει, και να φύγεις απ’ την Ελλάδα…
Γεώργιος Μπαλτατζής
Στον διάδρομο των φυλακών ο Γ. Μπαλτατζής βημάτιζε νευρικά, ενώ γύρω του η γυναίκα και τα παιδιά του έκλαιγαν. Τους μοίρασε ό,τι μικροπράγματα είχε πάνω του κι ετοιμάσθηκε να δώσει στη γυναίκα του και τη βέρα του, αλλά μετάνιωσε.
–Αυτό άφησε με να το κρατήσω ακόμη. Έζησα τόσο ευτυχισμένα μαζί σου, ώστε δεν θέλω να σε αποχωρισθώ ως την τελευταία μου πνοή. Θα σου την φέρουν ύστερα…
Ο Μπαλτατζής έριξε ένα βλέμμα λατρείας στα παιδιά του:
–Ξέρετε εσείς πώς υπηρέτησα την πατρίδα μου. Μία είναι η θέλησίς μου: Να μην επιζητήσετε ποτέ δημόσιον υπηρεσίαν. Ασχοληθείτε εις ο,τιδήποτε άλλο, αλλά μη ζητήσετε να διαχειριστείτε δημόσιον αξίωμα…
Κι ύστερα από μικρή σκέψη πρόσθεσε:
–Όσο γι’ αυτούς που με σκοτώνουν, αφήστε τους. Είναι μικροί και ταπεινοί άνθρωποι, ανάξιοι να σκεφτούν κάτι ανώτερον. Εγώ τους συγχωρώ, περιφρονήστε τους κι εσείς.
Ο Μπαλτατζής φίλησε τα παιδιά του και τους ψιθύρισε:
-Τον νουν σας στη μητέρα σας…
Ύστερα στράφηκε προς τον γυναικάδελφο του στρατηγό Σούτσο:
–Σεις όταν θα ιδείτε τον Βασιλέα – τον Κωνσταντίνο εννοώ – να ειπείτε εκ μέρους μας το «Χαίρε Καίσαρ! Οι μελλοθάνατοι σε αποχαιρετούν»!…
Νικόλαος Θεοτόκης
Ο Νικόλαος Θεοτόκης(γιος του παλιού πρωθυπουργού Γ. Θεοτόκη, αδελφός του Τζων Θεοτόκη και θείος του Σπύρου Θεοτόκη) προσπαθούσε να παρηγορήσει την ημιλιπόθυμη σύζυγό του.
![]() |
Νικόλαος Θεοτόκης |
-Μην κλαις! Σου το ζητώ ως τελευταία χάριν! Συ, που υπήρξες τόσο καλή, μην μου αρνείσαι αυτήν τη χαρά…
Εκείνη μέσα απ’ τους λυγμούς και τα αναφυλλητά της, επανελάμβανε:
-Πες μου Νίκο… Φαντάζεσαι ότι θα εκτελεστείς;
-Σου είπα κι άλλοτε… Απ’ αυτούς όλα έπρεπε να τα περιμένωμεν…
Ένας θόρυβος από τον διάδρομο τους έκανε να γυρίσουν. Από το βάθος ερχόταν ο Γούναρης υποβασταζόμενος απ’ τον γαμπρό του Κανέλλο Κανελλόπουλο. Έκανε πρόβα αν μπορούσε να σταθεί όρθιος. Ο Γούναρης με αργά κλονισμένα βήματα πέρασε μπροστά από τα κελιά που ήσαν κλεισμένοι ο Παναγής Τσαλδάρης, ο Χαρ. Βοζίκης, ο Στάης, ο στρατηγός Κωνσταντινόπουλος, ο δημοσιογράφος Νικ. Κρανιωτάκης και οι άλλοι του μετανοεμβριανού καθεστώτος.Τους κοίταξε από τα μικρά γυάλινα παράθυρα των κελιών. Κι εκείνοι τον κοιτούσαν με θλίψη. Δεν ξέραν τι να του πουν, πώς να τον παρηγορήσουν. Ο Μπαλτατζής έδωσε στον ναύαρχο Γούδα το ρολόι του και το δακτυλίδι του με την παράκληση να τα δώσει στα παιδιά του.
Αγωνία πριν την εκτέλεση
Εκείνη τη στιγμή μπαίνει στο κελί ο υποδιευθυντής της αστυνομίας Κατσιγιαννάκης και απευθυνόμενος προς τον Γούδα του είπε:
-Κύριε ναύαρχε, πηγαίνετε να τους πείτε, ότι η εκτέλεσις έχει ορισθεί για τις ένδεκα το πρωί…
Ο Γούδας εξαγριώθηκε.
-Κύριε ταγματάρχα, είσθε ανυπόφορος με τις προτάσεις σας. Να πάτε να το πείτε μόνος σας.
Ο Κατιγιαννάκης δεν τόλμησε! Ανέθεσε σ’ έναν ανθυπομοίραρχο να μπει στον θάλαμο των μελλοθανάτων και να μεταδώσει το «μήνυμα»!
Ο ανθυπομοίραρχος απάντησε ταραγμένα:
-Κύριε Θεοτόκη, πρέπει να ειδοποιηθείτε ότι εις τας ένδεκα θα μεταφερθείτε…
-Έχει καλώς!… τον έκοψε ο κατάδικος πολιτικός.
Όταν στις 11 το πρωί έφθασε η στιγμή της αναχωρήσεως σημειώθηκαν συγκλονιστικές σκηνές μέσα στα κελιά των μελλοθανάτων.
Η σύζυγος του Στράτου, η κόρη του Δόρα, η ηλικιωμένη μητέρα του ξέσπασαν σε δυνατούς λυγμούς. Το ίδιο έγινε και με τους συγγενείς των άλλων. Με δυσκολία οι μελλοθάνατοι κρατούν την ψυχραιμία τους και επιτάσσουν σιγή.
-Είναι καιρός να φύγετε, είπε σ’ όλους τους συγγενείς ο Γούναρης.
Οι μελλοθάνατοι φόρεσαν τα παλτά και τα καπέλα τους και άρχισαν ν’ αποχαιρετούν τους οικίους τους. O ανθυπομοίραρχος παρακάλεσε τον Γούναρη να ξαπλωθεί στο φορείο, αλλ’ εκείνος αρνήθηκε;
-Θα περπατήσω, είπε απλά.
Έριξε μια τελευταία ματιά στο κελί του, φίλησε στοργικά τους ανιψιούς του (τον ναύαρχο Τυπάλδο και τη σύζυγο του).
-Χαίρετε. Κοκό φεύγω. Μαρία μου!
Και κατόπιν προχώρησε με δυσκολία, διότι μόλις κατόρθωνε να συγκρατείται όρθιος από τον πυρετό. Στην κεντρική πόρτα των φυλακών περίμεναν δυο μεγάλα φορτηγά αυτοκίνητα γεμάτα χωροφύλακες. Στο ένα διακρινόταν η κάνη πολυβόλου. Άλλα δυο νοσοκομειακά αυτοκίνητα – κενά και κλειστά απ’ όλες τις πλευρές ήσαν από πίσω και στη συνέχεια αλλά στρατιωτικά και μερικά ιδιωτικά. Μέχρις ότου επιβιβασθούν οι μελλοθάνατοι ο Στράτος έβγαλε από την τσέπη του την αργυρά σιγαροθήκη του και πρόσφερε τσιγάρο στον Γούναρη.
Εκείνος δίστασε να το πάρει, αλλά τελικά τ’ αποφάσισε.
-Ας είναι… Το παίρνω, αν και οι ιατροί μου απηγόρευσαν να καπνίζω αφ’ ότου ησθένησα!…
Και προτού κατέβει τη σκάλα, στράφηκε προς τα δύο πρώτα κελιά και χαιρέτησε άλλη μια φορά τον Π. Τσαλδάρη, τον Βοζίκη, τον Τσόντο, τον Βάρδα, τον Σκλαβούνο και τον Κρανιωτάκη.
Η πομπή προς τον Θάνατο
ΕΚΕΙΝΗ Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΗΚΕ. ΟΙ ΣΗΜΕΡΙΝΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΓΡΑΨΟΥΝ ΤΗΝ ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥΣ ΘΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΜΑΛΟΝ ΘΑ ΑΝΑΒΛΗΘΕΙ….ΕΞΟΧΙΚΟ ΣΥΗΝ ΠΑΡΟ, ΕΞΟΧΙΚΟ ΣΤΗΝ ΜΥΚΟΝΟ ΒΙΛΑ ΕΔΩ ΒΙΛΑ ΕΚΕΙ ..ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΒΕΤΙΑ….. ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ ΣΤΟ ΛΟΝΔΙΝΟ ΕΦΤΑ ΕΚΑΤΟΜΥΡΙΑ ΕΔΩ ΑΠΟ ΤΗΝ SIEMENS ΕΚΕΙ. ΝΑ ΔΗΜΕΥΤΕΙ Η ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΝΑ ΕΚΤΕΛΕΣΤΟΥΝ ΑΥΘΗΜΕΡΟΝ
ΓΕΙΑ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ ΣΟΥ ΦΙΛΕ ΜΟΥ, ΑΝ ΚΑΙ ΤΟ ΒΛΕΠΩ ΧΛΩΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΚΑΤΙ ΤΕΤΟΙΟ. Η ΣΑΠΙΛΑ ΚΑΙ Η ΒΡΩΜΑ ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΕΠΙΤΡΕΨΟΥΝ
«ΝΑ ΔΗΜΕΥΤΕΙ Η ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΝΑ ΕΚΤΕΛΕΣΤΟΥΝ ΑΥΘΗΜΕΡΟΝ» TI EIΠATE?EEE?? AN AKOYΓE KAI O ΘΕΟΣ ΤΩΝ KOPAKΩΝ!