Του Βελισσάριου Δραγάτση
Νέες διαρροές για τις κινήσεις της αμερικανικής διπλωματίας και τις αντιδράσεις των Αθηνών και της Λευκωσίας στο χειρισμό των εθνικών θεμάτων.
Η συμπαγής πολιτική γραμμή που τήρησε ο αείμνηστος Πρόεδρος της Κύπρου Τάσσος Παπαδόπουλος ανάγκασε τις Ηνωμένες Πολιτείες να αλλάξουν την τακτική τους αλλά και τους αντικειμενικούς στόχους τους ως προς το Κυπριακό.
Αυτή είναι η εκτίμηση από τις διαρροές νέων εμπιστευτικών αρχείων από τις πρεσβείες των ΗΠΑ στην Αθήνα και τη Λευκωσία, που διέρρευσαν από τα Wikileaks.
Ενάμισι χρόνο μετά το κρίσιμο δημοψήφισμα που έγινε στην Κύπρο το 2004, άλλαξε ολόκληρη η τακτική της Ουάσινγκτον για το εθνικό θέμα. Από το φθινόπωρο του 2005, οι Αμερικανοί άλλαξαν ρητορική και απέφυγαν οποιαδήποτε αναφορά στο Σχέδιο Ανάν και περιορίστηκαν στη γενικόλογη στήριξή τους προς τον γ.γ. του ΟΗΕ και τις καλές του υπηρεσίες.
Σύμφωνα με έγκυρους διπλωματικούς αναλυτές, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ήθελαν επ’ ουδενί λόγω να μεταφερθεί το Κυπριακό στην ατζέντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να ξεφύγει από τη δικαιοδοσία του ΟΗΕ. Ταυτοχρόνως, τα νέα δεδομένα έπεισαν το Σταίητ Ντηπάρτμεντ ότι είχε έρθει η στιγμή που οι Κύπριοι θα αναλάβουν να ξεκαθαρίσουν τα του οίκου τους χωρίς ιδιαίτερες εξωτερικές παρεμβάσεις.
Στο τηλεγράφημα «05NICOSIA1585″ που φέρει την ένδειξη «εμπιστευτικό» κι έχει συνταχθεί στις 29 Σεπτεμβρίου 2005, από την υπ’ αριθμόν δύο στην ιεραρχία της πρεσβείας των ΗΠΑ στη Λευκωσία, επιτετραμμένο κ. Τζέιν Ζίμερμαν.
Η κ. Ζίμερμαν αναφέρει ότι από την ημέρα των δημοψηφισμάτων:
«Η ρητορική και η θέση μας πάνω στο Κυπριακό υπήρξε ξεκάθαρη και συνεπής. Υποστηρίζουμε τον γ.γ. του ΟΗΕ και την αποστολή των καλών του υπηρεσιών. »Πιστεύουμε πως το Σχέδιο Ανάν αντιπροσώπευε μία δίκαιη και βιώσιμη λύση.
»Επιπρόσθετα, επιθυμούμε όπως η ελληνοκυπριακή πλευρά, η οποία και απέρριψε το Σχέδιο, διατυπώσει τις ανησυχίες της «με σαφήνεια και οριστικότητα», ούτως ώστε ο γ.γ. να μπορέσει να αξιολογήσει κατά πόσον οι ενστάσεις δικαιολογούν την έναρξη άλλης μιας προσπάθειας για επίλυση του προβλήματος.
»Παρά το ότι η συνέπεια αποτελεί αρετή, το μήνυμα αυτό διαστρεβλώθηκε, τόσο από την ελληνοκυπριακή ηγεσία, όσο και από τα ελληνοκυπριακά ΜΜΕ, σε βαθμό που πλήττονται τα συμφέροντά μας.
»Θα πρέπει να επανεξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο συζητούμε το Κυπριακό στις δημόσιες δηλώσεις μας, ώστε να ελαχιστοποιήσουμε την ικανότητα των Ελληνοκυπριακών κ και του ελληνόφωνου Τύπου να προκαλούν ζημιά.
»Η Πρεσβεία μας εισηγείται, να περιοριστούμε στο να εκφράζουμε τη στήριξή μας προς τον γ.γ. του ΟΗΕ και την αποστολή των καλών του υπηρεσιών, ενισχύοντας την αμέριστη στήριξή μας γενικώς (και όχι ιδιαίτερα επί του Σχεδίου Ανάν) για λύση του Κυπριακού, καθώς και τη σημασία του να αναλάβουν οι ίδιοι οι Κύπριοι την ιδιοκτησία της διαδικασίας».
Εμπόδιο το Σχέδιο Ανάν
Σύμφωνα με το ντουκουμέντο αυτό, φαίνεται ότι το στέλεχος της αμερικανικής διπλωματίας εκτιμά ότι η στήριξη της Ουάσινγκτον στο «Σχέδιο Ανάν» δεν βοηθούσε στην εξέλιξη των επαφών και των διαβουλεύσεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων της Μεγαλονήσου.
Σημειώνει μάλιστα:
«Η ελληνοκυπριακή ηγεσία έχει μετατρέψει σε εργαλείο της το δημόσιο μας μήνυμα προκειμένου να ενισχύσει τα δικά της διαπιστευτήρια, ότι δηλαδή υπερασπίζεται τα ελληνοκυπριακά συμφέροντα από τις επιδρομές των ξένων Τουρκόφιλων.
»Ο πρόεδρος, κ. Τ. Παπαδόπουλος, και οι σύμμαχοί του, αποκομίζουν παράλληλα πολιτικό όφελος από την έκκλησή μας προς την ελληνοκυπριακή πλευρά να διατυπώσει τις ανησυχίες της «με σαφήνεια και οριστικότητα».
»Η ελληνοκυπριακή ηγεσία και ορισμένοι συντηρητικοί σχολιαστές, έχουν δηλητηριάσει τόσο πολύ την κατάσταση, που οποιαδήποτε προσπάθεια να υπερασπιστείς, κάποια ιδιαίτερη πρόνοια του Σχεδίου Ανάν, εκλαμβάνεται ως μέρος μιας αγγλοαμερικανικής συνωμοσίας που θέλει να επιβραβεύσει την Τουρκία και να τιμωρήσει τους Ελληνοκύπριους».
Παρατηρεί η κ. Ζίμερμαν ότι η φιλολογία που αναπτύχθηκε αν το Σχέδιο Ανάν αποτελεί «βάση διαπραγμάτευσης», «βάση λύσης», «σημείο αναφοράς» ή «σημείο εκκίνησης», είναι στείρα και αντιπαραγωγική και προσθέτει: «Δεν θέλουμε να δώσουμε διπλωματική μάχη σε αυτό το πεδίο».
Το δεύτερο ανώτερο στέλεχος στην ιεραρχία της αμερικανικής πρεσβείας στη Λευκωσία, η κ. Τζέιν Ζίμερμαν επισημαίνει πως η ελληνοκυπριακή ηγεσία επιμένει πως έχει ικανοποιήσει το αίτημα του γ.γ. του ΟΗΕ, για «σαφήνεια και οριστικότητα» στις θέσεις των Ε/Κ, (πράγμα το οποίο η ίδια αμφισβητεί), και ότι ο κ. Τ. Παπαδόπουλος, δηλώνει με τρόπο πειστικό (τουλάχιστον εντός της κοινότητάς του), πως η αποστολή του κ. Τζιωνή στη Νέα Υόρκη τον Μάιο του 2005, είχε ικανοποιήσει το σχετικό αίτημα, και πως όποιοι δεν το αναγνωρίζουν αυτό, είναι «νεροκουβαλητές» της Άγκυρας. Χαρακτηριστικά, δε, προσθέτει ότι «αυτή η φράση φαίνεται να έχει μεγάλη απήχηση στο ελληνοκυπριακό κοινό».
Οι εισηγήσεις Ζίμερμαν
Με το έγγραφο αυτό, η κ. Ζίμερμαν διατυπώνει εισήγηση τεσσάρων σημείων προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, τις αμερικανικές πρεσβείες σε Άγκυρα, Αθήνα και Λονδίνο και τις διπλωματικές αποστολές στη Νέα Υόρκη και τις Βρυξέλλες:
1. Οι ΗΠΑ παραμένουν σταθερά δεσμευμένες για λύση του Κυπριακού και θα εργαστούμε με όλα τα εμπλεκόμενα μέρη προς την επίτευξη αυτού του στόχου.
2. Στο τέλος της ημέρας, δεν είναι ούτε οι ΗΠΑ, ούτε ο ΟΗΕ, ούτε η Ε.Ε. που θα βρουν λύση στο κυπριακό πρόβλημα.
3. Η πρωτοβουλία και οι ιδέες πρέπει να έρθουν από τους ίδιους τους Κύπριους.
4. Είμαστε πρόθυμοι να στηρίξουμε όλα τα μέρη σε αυτή τη διαδικασία.
Η παρέμβαση του κ. Ρις
Οκτώ μέρες μετά, τη σκυτάλη παίρνει ο τότε πρέσβυς των ΗΠΑ στην Αθήνα κ. Τσαρλς Ρίς. Με το τηλεγράφημα 05ATHENS2647, ημερομηνίας 07 Οκτωβρίου 2005, μεταξύ άλλων διατυπώνεται η εκτίμηση ότι «o όλος καβγάς σχετικά με την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων Ε.Ε.-Τουρκίας στις 3 Οκτωβρίου, προσφέρει μια καλή ευκαιρία να δούμε με μια φρέσκια ματιά το Κυπριακό πρόβλημα και να υπογραμμίσουμε τη σημασία της κατανόησης του ακανθώδους αυτού ζητήματος».
Στη συνέχεια διατυπώνεται η εκτίμηση πως, αν η αμερικανική πλευρά ζητήσει από την Αθήνα να ασκήσει πίεση στον κ. Τ. Παπαδόπουλο, θα λάβει για άλλη μια φορά την πάγια απάντηση πως τέτοιες πολιτικές παρεμβάσεις είναι δύσκολες, και ο Αμερικανός πρέσβης προχωρεί στην εξής εισήγηση:
«Συνεπώς, προκειμένου να εξέλθουμε από το τέλμα, να ξεκινήσουν ξανά οι διαπραγματεύσεις και να αλλάξει το κλίμα, εισηγούμαστε να διερευνηθεί το ενδεχόμενο όπως η Γενική Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών, διορίσει μια «ομάδα σοφών», η οποία να αποτελείται από διακεκριμένους Έλληνες, Τούρκους, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, με επικεφαλής μια διεθνούς κύρους προσωπικότητα.
Για να είναι επιτυχής, μια τέτοια ομάδα πρέπει να έχει εξειδικευμένη εντολή, η οποία να αποκλείει αμφισβητούμενες διαδικασίες τύπου «συζητήσεων με μηδενικό αποτέλεσμα» και να εστιάζει στο ενδεχόμενο ενός θετικού κοινού μέλλοντος, όπου Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, θα ζουν μαζί στα πλαίσια μιας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας».
Διατυπώνονται εκ μέρους του κ. Ρις και κάποιες χρήσιμες ιδέες για την εξέλιξη των διπλωματικών ενεργειών απ’ όλες τις πλευρές. Οι ενέργειες αυτές προβλέπουν για τη θωράκιση των αμερικανικών θέσεων και την προώθηση των αντικειμενικών σκοπών του Σταίητ Ντηπάρτμεντ επί του θέματος:
-
Από την Ελλάδα: Βραχυπρόθεσμα, χρειαζόμαστε να επαναλάβει τη δέσμευσή της για τις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού, πως η χρονική στιγμή είναι κατάλληλη και πως ο τόπος (locus) των προσπαθειών παραμένουν τα Η.Ε. (και όχι η Ε.Ε.).
-
Επίσης με την Ελλάδα: Μεσοπρόθεσμα, να βρεθούν θέματα τα οποία είναι σημαντικά για τον Τ. Παπαδόπουλο και τα οποία εξαρτώνται από τη βοήθεια της Ελλάδας. Ίσως έτσι δημιουργηθούν οι συνθήκες για την άσκηση των κατάλληλων πιέσεων.
-
Στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ: Μέχρι το τέλος του έτους πρέπει να γίνει μια συζήτηση σχετικά με τα επόμενα βήματα της Κύπρου, προκειμένου να τονιστεί η πρωτοκαθεδρία των Η.Ε. σε ό,τι αφορά τη διαδικασία επίλυσης.
-
Να γίνουν στενές διαβουλεύσεις με τα πέντε μόνιμα μέλη του Σ.Α. προκειμένου να διασφαλίσουμε πως Ρωσία και Κίνα δεν θα ασκήσουν βέτο για να μπλοκάρουν τη διαδικασία, αλλά και επειδή είναι λογικό να έχουμε τις δύο αυτές σημαίνουσες (μη μέλη της Ε.Ε.) χώρες να στηρίζουν την όλη προσπάθεια.
-
Εντός της Ε.Ε : Να εντοπίσουμε 2-3 μέλη «κλειδιά», που να συμφωνούν με την άποψη πως η Ε.Ε. δεν είναι το σωστό πλαίσιο στο οποίο πρέπει να επιδιωχθεί μια συνολική λύση του Κυπριακού.