Την απειλή πολέμου με «τρίτες χώρες» στη Μεσόγειο βλέπει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και πιο συγκεκριμένα η επιτροπή για την ενεργειακή ασφάλεια της ΕΕ. Το τελικό κείμενο της επιτροπής η οποία σήμερα, 13 Μαρτίου, θα έθετε προς ψήφιση στις Βρυξέλλες, στην ουσία «φωτογραφίζει» τη κατάσταση έτσι όπως έχει αυτή διαμορφωθεί στην Ανατολική Μεσόγειο το τελευταίο χρονικό διάστημα, ενώ θέτει επιτακτικά ερωτήματα στην Ελλάδα, η απάντηση των οποίων θα καθορίσει τη μοίρα του τόπου για τον επόμενο αιώνα.
Του Δρ. Γεωργίου Κ. Φίλη
Έτσι, τα μέλη της επιτροπής, της οποίας θα πρέπει να υπογραμμιστεί πως ηγείται η Ελληνίδα ευρωβουλευτής Νίκη Τζαβέλα, βλέπουν «πηγή προστριβών με τρίτες χώρες» η οποία έχει να κάνει με την οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης των χωρών μελών της ΕΕ σε συνδυασμό με τη «παραχώρηση δικαιωμάτων εκμετάλλευσης για γεωτρήσεις».
Πιο συγκεκριμένα, η παράγραφος 76 του κειμένου αναφέρει πως η επιτροπή και κατ’ επέκταση το ίδιο το Κοινοβούλιο:
«τονίζει την ανάγκη να διασφαλιστεί η ενεργειακή ασφάλεια και ενεργειακή αυτάρκεια της ΕΕ, που επιτυγχάνεται πρωτίστως με την προώθηση της εξοικονόμησης ενέργειας και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, οι οποίες, σε συνδυασμό με άλλες εναλλακτικές πηγές ενέργειας, μειώνουν την εξάρτηση από τις εισαγωγές, σημειώνει το αναδυόμενο ενδιαφέρον σχετικά με την έρευνα για κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου στη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο, πιστεύει ότι υπάρχει επείγουσα ανάγκη για χάραξη ολοκληρωμένης πολιτικής της ΕΕ στον τομέα της θαλάσσιας γεώτρησης πετρελαίου και φυσικού αερίου, πιστεύει ότι πρέπει να δοθεί έμφαση στους περιβαλλοντικούς κινδύνους και στην οριοθέτηση των αποκλειστικών οικονομικών ζωνών (EEZ) των κρατών μελών της ΕΕ και των σχετικών τρίτων χωρών, σύμφωνα με τη Σύμβαση UNCLOS, την οποία έχουν προσυπογράψει όλα τα κράτη μέλη και η ΕΕ καθαυτή».
Μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο η παράγραφος 77 τονίζει «ότι η παραχώρηση δικαιωμάτων εκμετάλλευσης για γεωτρήσεις και η οριοθέτηση των αποκλειστικών οικονομικών ζωνών θα μετατραπεί σε πηγή προστριβών με τρίτες χώρες, και ότι η ΕΕ πρέπει να διατηρήσει υψηλό πολιτικό προφίλ στο θέμα αυτό και να επιδιώκει να αποτρέπει διεθνείς τριβές, υπογραμμίζει ότι η ενέργεια πρέπει να χρησιμοποιείται ως κινητήρια δύναμη για ειρήνη, περιβαλλοντική ακεραιότητα, συνεργασία και σταθερότητα».
Είναι προφανές πως η ψήφιση του συγκεκριμένου κειμένου στην ουσία προσπαθεί να θέσει τα πράγματα στη σωστή τους βάση δηλαδή, θέτει το θέμα της ΑΟΖ από ένα τοπικό θέμα των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου, στο επίπεδο ενός πραγματικού ευρωπαϊκού ζητήματος, του οποίου η δίκαιη και βιώσιμη επίλυση θα έχει τεράστια πλεονεκτήματα για την ίδια την ΕΕ.
Η συγκεκριμένη τοποθέτηση, εάν φυσικά εγκριθεί, δίνει νόημα στην όλη ελληνική στρατηγική «εξευρωπαϊσμού» του ζητήματος της ΑΟΖ και των υδρογονανθράκων, ενώ θέτει το επιτακτικό ζήτημα της άμεσης εμπλοκής της Γαλλίας και των υπολοίπων δυνάμεων στη περιοχή.
Στη Γαλλία αναφερόμαστε, διότι εκ των πραγμάτων φαίνεται να έχει αποκομίσει τη «μερίδα του Λέοντος» από την Κύπρο όπου σκέφτεται να αποστείλει ακόμα και αεροπλανοφόρο εάν απαιτηθεί, ενώ ο Γάλλος πρόεδρος έχει ξεκαθαρίσει τη θέση και για την περίπτωση της Ελλάδας, κατά τη διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψής τους στην Αθήνα.
Ένα ακόμα ζήτημα στο οποίο ο παρατηρητικός αναλυτής των τεκταινομένων θα πρέπει να σταθεί είναι πως στο τελικό κείμενο σε σχέση με τα αρχικά σχέδια δεν υπάρχει καμία αναφορά για την Αρκτική ενώ αναφέρεται η Μαύρη Θάλασσα. Με άλλα λόγια η αρχική έκδοση του σχεδίου ψηφίσματος περιείχε ονομαστικά τη «Μεσόγειο» και την «Αρκτική», στη τελική όμως μορφή του κειμένου έχει διαγραφεί η «Αρκτική» και έχει προστεθεί η «Μαύρη Θάλασσα».
Με βάση τη συγκεκριμένη παρατήρηση, είναι προφανές πως τα ζητήματα ΑΟΖ στην Αρκτική τα οποία εμπλέκουν άμεσα τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και τις σχέσεις των δύο αυτών χωρών με την ΕΕ και ειδικά με τη Γερμανία (ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία, στρατιωτική εξάρτηση από το ΝΑΤΟ [ΗΠΑ], οικονομική εξάρτηση της ΕΕ από την ίδια), μάλλον επηρέασαν ανασταλτικά στο να καταδειχθεί ένα νέο πεδίο σύγκρουσης για το παραπάνω γεωπολιτικό τρίγωνο, τουλάχιστον όχι με έναν τόσο επίσημο τρόπο όπως ένα ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ειδικά εν αναμονή της απόφασης της Ουάσιγκτον να προσχωρήσει στο Δίκαιο της Θαλάσσης και την ΑΟΖ, διαδικασία που θα περάσει από τη Γερουσία.
Η συγκεκριμένη αναφορά, δηλαδή η επικέντρωση στη «Μεσόγειο», δηλαδή στην Ανατολική Μεσόγειο, που απλά δεν ήταν πολιτικά ορθό να είμαστε τόσο… ακριβείς όσο και στη «Μαύρη Θάλασσα», σημαίνει για τη χώρα μας ένα πράγμα:
H Τουρκία πρόκειται να αποθρασυνθεί όταν ο νεοθωμανός ηγέτης της αντιληφθεί πως η ΕΕ μιλάει για την σπουδαιότητα του ίδιου του «Στρατηγικού Βάθους» της χώρας του (κατά τον Αχμέτ Νταβούτογλου βέβαια, αφού έχουν κι άλλοι… στρατηγικό βάθος), κατά συνέπεια η Ελλάδα θα πρέπει να ετοιμαστεί για να υπερασπιστεί τα απαράγραπτα δικαιώματά της στον υδάτινο άξονα Μαύρη Θάλασσα-Στενά-Αιγαίο-Ανατολική Μεσόγειος, στην περιοχή δηλαδή όπως έχει οριστεί σε παλαιότερες αναλύσεις μας, η οποία θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ένας ενιαίος στρατηγικός χώρος.
Η ουσία πλέον είναι μία: H περιοχή Μαύρη Θάλασσα – (Αν.) Μεσόγειος, έχει δύο κύριους τοπικούς γεωπολιτικούς δρώντες, την Ελλάδα και την Τουρκία. Κατά συνέπεια, το αποτέλεσμα της επίλυσης της δύσκολης εξίσωσης που αυτοί οι δρώντες δημιουργούνε θα κρίνει και την ενεργειακή ασφάλεια της ΕΕ έως το 2050.
Η αρμόδια επιτροπή, αναφέρεται στην πιθανότητα δημιουργίας «προστριβών με τρίτες χώρες» και καλεί τις Βρυξέλλες να πράξουν το καθήκον τους απέναντι στα κράτη-μέλη τους, αλλά και απέναντι στους κατοίκους της Ένωσης, οι οποίοι σε λίγα χρόνια από σήμερα, περί το 2020, θα αντιμετωπίσουν μία μεγάλη ενεργειακή κρίση ανεξαρτήτως της οικονομικής κατάστασης της Ένωσης εκείνη τη περίοδο.
Που και πως ακριβώς βαδίζει η Ελλάδα μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο-ναρκοπέδιο;
Αυτή τη στιγμή και με βάση τις τελευταίες εξελίξεις, η Αθήνα μαζί με τη νέα κυβέρνηση της Λευκωσίας παίζουν ένα πολύ επικίνδυνο παιχνίδι. Από τη μία μας μιλάνε για «ΑΟΖ» κ.λπ. και από την άλλη έχουμε πλέον τη πολιτική του «καζάν-καζάν» [σε συνέχεια φυσικά της πολιτικής των «σεισμών» (Σημίτης), του «ζεϊμπέκικου» (Παπανδρέου) και του «κουμπάρου» (Καραμανλής)].
Το πώς θα συνυπάρξουν τα δύο αυτά παραμένει γνωστό (;) μόνο στους στρατηγικούς εγκεφάλους της κυβέρνησης.
Ταυτοχρόνως, η Αθήνα παίζει ένα ακόμα πιο επικίνδυνο παιχνίδι με τις «Μεγάλες Δυνάμεις».
Για παράδειγμα, η επίσημη πολιτική της χώρας περιγράφεται από διαφόρους αναλυτές και διπλωματικές πηγές ούτε λίγο ούτε πολύ ως… «γερμανοτσολιάδικη» (και είμαστε ακριβείς αφού μεταφέρουμε τη συγκεκριμένη εικόνα όπως μας έχει αποδοθεί, ανεξαρτήτως του εάν συμβαίνει ή όχι κάτι τέτοιο), ενώ ταυτοχρόνως «κλείνουμε το μάτι» και προς πιο «ατλαντικές» καταστάσεις ως αντίβαρο.
Δυστυχώς ή ευτυχώς, είναι σαφές πως από ένα σημείο και ύστερα η Αθήνα, για την ακρίβεια η κυβέρνηση, θα πρέπει να διαλέξει τη «βάρκα» στην οποία θα κάτσει διότι σε τέτοιες περιπτώσεις οι δύο βάρκες δεν είναι ένα εφικτό σενάριο, με τα τωρινά τουλάχιστον δεδομένα.
Κάποιος όμως θα ρωτήσει, «μα καλά δεν είναι σωστό να ελισσόμαστε διπλωματικά, ειδικά όταν έχουμε ένα τέτοιο πλεονέκτημα (του υδρογονάνθρακες) να διαχειριστούμε; Δεν γκρινιάζουμε διαρκώς για έλλειψη διπλωματικών ικανοτήτων και πρωτοβουλιών;».
Η απάντηση είναι πως το συγκεκριμένο ερώτημα είναι εύλογο, με μία όμως διαφορά:
Στη συγκεκριμένη περίπτωση μιλάμε για ένα «παίγνιο μηδενικού αθροίσματος», με αποτέλεσμα, από ένα σημείο και μετά θα πρέπει να λάβουμε θέση, άρα θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι πρώτον να υπολογίσουμε τις συνέπειες της επιλογής μας, δεύτερον, να είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τα αποτελέσματα αυτής της επιλογής, δηλαδή αφού γνωρίζουμε τι θα «πάθουμε» από αυτόν που θα «χάσει» να μπορούμε να εξουδετερώσουμε τις πιθανές κινήσεις του εναντίον μας και τρίτον να έχουμε μιλήσει με τον «άλλον», ώστε να μπορέσουμε να λάβουμε από εκείνον αυτά που θα στερηθούμε από τον πρώτο.