Από την εμφάνιση των αρμάτων μάχης κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι σήμερα, η θωράκιση αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της έννοιας – κάτι που προκύπτει άλλωστε και από τον ίδιο τον χαρακτηρισμό του συγκεκριμένου Όπλου (Τεθωρακισμένα). Η βασική (και αυτονόητη) «εξίσωση» μέχρι τώρα ήταν απλή, συνεχίζοντας στο πνεύμα των πανοπλιών της αρχαιότητας: περισσότερη θωράκιση = περισσότερη προστασία.
Ωστόσο, η τεχνολογία των διατρητικών όπλων έχει εξελιχθεί επίσης ραγδαία- για την ακρίβεια, όπως επισημαίνεται από την DARPA του αμερικανικού Πενταγώνου, ταχύτερα από ό,τι η αντίστοιχη τεχνολογία θωράκισης, με αποτέλεσμα η βελτίωση της επιβιωσιμότητας ενός οχήματος και του πληρώματός του να απαιτεί σημαντικές αυξήσεις όσον αφορά στη μάζα και το κόστος.
«Η τάση των όλο και πιο βαρέων, λιγότερο ευκίνητων και πιο ακριβών πλατφορμών μάχης έχει περιορίσει τη δυνατότητα των στρατιωτών και των πεζοναυτών να αναπτύσσονται και να πραγματοποιούν ελιγμούς σε θέατρα επιχειρήσεων και να ολοκληρώνουν τις αποστολές τους σε περιβάλλοντα με ποικίλλες και εξελισσόμενες απειλές.
Επιπλέον, τα μεγαλύτερα οχήματα περιορίζονται σε δρόμους, απαιτούν αυξημένη λογιστική υποστήριξη και είναι ακριβότερα όσον αφορά στον σχεδιασμό, την ανάπτυξη και την αντικατάστασή τους. Οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ βρίσκονται πλέον σε ένα σημείο όπου – λαμβανομένων υπόψιν της τακτικής ευελιξίας, της στρατηγικής ευκινησίας, της επιβιωσιμότητας και του κόστους- καινοτόμες και ριζοσπαστικές λύσεις είναι απαραίτητες για τη διασφάλιση της επιχειρησιακής βιωσιμότητας της επόμενης γενιάς τεθωρακισμένων οχημάτων μάχης» αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση της DARPA, η οποία και βρίσκεται πίσω από το πρόγραμμα GXV-T (Ground X-Vehicle Technology).

DARPA