To F 4 Phantom συμπλήρωσε πια τέσσερις δεκαετίες υπηρεσίας στην Ελληνική ΠΑ. Η ένταξή του στο ελληνικό οπλοστάσιο άλλαξε δεδομένα και μας πήγε σ΄ άλλη εποχή.
Το δεύτερο μέρος του κειμένου που επιμελήθηκε ο αντιπτέραρχος ε.α Κοσμάς Βούρης.
Διαβάστε ΕΔΩ το πρώτο μέρος
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Απτχος (Ι) ε.α. Κοσμάς Βούρης ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ-ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ: ΙΚΑΡΟΣ/ΕΔΙΗΕΕ
Η εκπαίδευση όλου του προσωπικού ήταν ιδιαίτερα απαιτητική, μεθοδική και υψηλών επαγγελματικών προδιαγραφών. Δεν είναι καθόλου υπερβολή να αναφέρουμε ότι η σκληρότητα της εκπαίδευσης, ο ρεαλισμός και η πειθαρχία, ξεπερνούσαν τα αυξημένα αντίστοιχα όρια και τα πρότυπα εκπαίδευσης στη Σχολή Ικάρων.
Εκεί δεν μετρούσε ο βαθμός του καθενός, αλλά ο ρόλος (εκπαιδευτής – μαθητής, επιβλέπων – εκτελών), χωρίς βέβαια να ισοπεδώνονται όλα τα άλλα, όμως πολύ
περισσότερο χωρίς να σου «χαρίζεται» τίποτα, επειδή είσαι «παλιός», αν αυτό δεν το κατακτούσες με προσπάθεια, επιμονή, σκληρό διάβασμα και πολύ, μα πολύ ιδρώτα.
Είναι πραγματικότητα ότι η πτητική εκπαίδευση ήταν καθημερινά ένα λουτρό ιδρώτα, ακόμα και με φαινόμενα πλήρους εξάντλησης. Άλλωστε, οι αμερικανοί εκπαιδευτές αέρος που χρησιμοποιήθηκαν, όντας οι περισσότεροι βετεράνοι του πολέμου του VIETNAM, που σχετικά πρόσφατα είχε τελειώσει, ήταν ιδιαίτερα απαιτητικοί και σκληροί.
Είναι μεγάλη τιμή για όλους εκείνους που ακολουθήσαμε τα βήματα των παλαιοτέρων ΦΑΝΤΟΜΑΔΩΝ και για όλους εμάς που τους γνωρίσαμε, συνεργαστήκαμε και παρακολουθήσαμε με ενδιαφέρον και θαυμασμό την πορεία τους. Αναφερόμαστε στη δική τους προσφορά, ενθουσιασμό, αφοσίωση και επαγγελματισμό, γιατί κατάφεραν όχι μόνο να εντάξουν ομαλά το νέο αεροσκάφος στην ΠΑ, αλλά με τις γνώσεις και τις επιδόσεις τους, να μεταλαμπαδεύσουν την εμπειρία τους, να επαυξήσουν το
επίπεδο επιχειρησιακής και τεχνικο-
εφοδιαστικής εκπαίδευσης και
υποστήριξης, και να διατηρήσουν
μέσω και των νεωτέρων στελεχών
που τους αντικατέστησαν, ζωντανό
τον θρύλο του PHANTOM μέχρι τις
μέρες μας.

Δεν ήταν εύκολο πράγμα για τα τότε δ εδομένα της τεχνικής υποστήριξης να μαθαίνεις το αφος, να αντιλαμβάνεσαι σε βάθος τη φιλοσοφία λειτουργίας του, όπως και να αποκαθιστάς βλάβες, όχι με την εμπειρία και την «οσμή» ή το ψάξιμο στα «τυφλά», αλλά με τη μελέτη των διαγραμμάτων και την ανάλυση των συστημάτων και κύριων υπο-συγκροτημάτων στα βιβλία. Δεν διάβαζες ??? Δεν μπορούσες να εξυπηρετήσεις το αφος.!! Είναι τόσο απλό.
Τις ίδιες και μεγαλύτερου βαθμού δυσκολίες είχε και η πτητική εκπαίδευση των πληρωμάτων αέρος. Τα BRIEFINGS του στυλ «… θα πάρουμε τα αεροπλάνα, θα απογειωθούμε, θα πάμε στην περιοχή, θα κάνουμε μια από τα χθεσινά και θα γυρίσουμε για προσγείωση….» είχε τελειώσει ανεπιστρεπτί. Εδώ η πίεση των αποστολών άρχιζε από την προ πτήσεως ενημέρωση και τελείωνε με το DE- BRIEFING. Ήταν προτιμότερο για τον καθένα να βρισκόταν μόνιμα δεμένος μέσα σε ένα αεροσκάφος, παρά να υφίστατο τη «δοκιμασία» της προετοιμασίας της αποστολής, με ανάλυση κάθε λεπτομέρειας για κάθε ενδεχόμενο επεισόδιο ή συμβάν. Η μετάβαση και επιστροφή από την περιοχή ήταν πρωτόγνωρη κατάσταση. Ένας πραγματικός «γολγοθάς». Από την απογείωση μέχρι και το touch, βρισκόσουν συνεχώς υπό θετικό έλεγχο και καθοδήγηση radar. Καταστάσεις πρωτόγνωρες που σε γέμιζαν άγχος, μέχρι να γίνουν ρουτίνα και να περάσουν μέσα από την επαναλαμβανόμενη διαδικασία, στην πλήρη αφομοίωση και την ευχερή εφαρμογή τους.

Οι χειριστές εκπαιδεύτηκαν και στους δύο ρόλους Αναχαιτίσεως και Διώξεως/Βομβαρδισμού. Όλα τα πληρώματα συμπλήρωσαν περί τις 80 ώρες πτήσεως και εκπαιδεύτηκαν σε αποστολές BFM, ACM, ACT, VISUAL AND RADAR/ LEVEL AND DIVE GROUND BOMBING, ACROBATS, ACCURACY MANOEUVRES, TYPICAL AND TACTICAL RADAR INTERCEPTIONS κ.λ.π.
Η εκπαίδευση συντελέστηκε με αφη F-4C, διαφορετικά από το VERSION που προμηθεύτηκε η ΠΑ ως προς τα χαρακτηριστικά πτήσεως και τα επί μέρους λειτουργικά συστήματα, αλλά κυρίως ως προς τον εξελιγμένο σχεδιασμό των LEADING EDGE SLATS, αντί του συστήματος της ενισχυμένης ροής αέρος για έλεγχο αποκόλλησης του οριακού στρώματος της πτέρυγας σε χαμηλές ταχύτητες, που χρησιμοποιούσε το μοντέλο «C» (Boundary Layer Control / BLC).
Αναμφισβήτητα, η είσοδος ενός σύγχρονου, από κάθε άποψη, αφους στο οπλοστάσιο της ΠΑ, από επιχειρησιακής πλευράς, αποτελούσε αδήριτη ανάγκη εκείνη την εποχή. Ωστόσο, και η απαίτηση για επαύξηση της μαχητικής ικανότητας των πληρωμάτων και η βελτίωση της αποτελεσματικότητας και του επαγγελματισμού όλων των στελεχών της ΠΑ, ήταν εξ ίσου ή και περισσότερο σημαντική.
Αυτό ήταν και το λεπτό σημείο του μείζονος κέντρου επιχειρησιακής βαρύτητας που ανέλαβαν και, επιμελώς, με πάθος και επαγγελματισμό, μετέφεραν οι πρώτοι Έλληνες Ιπτάμενοι και Τεχνικοί ΦΑΝΤΟΜΑΔΕΣ στις Μοίρες των F-4E αλλά και σε ολόκληρη την ΠΑ.
Το σύνολο των πληρωμάτων επέστρεψε στην Ελλάδα σε τρεις ομάδες. Η πρώτη, αποτελούμενη από τα πληρώματα που είχαν διατεθεί και σαν
εκπαιδευτές, επέστρεψε τον Απρίλιο του 1974 και παρέλαβε τα πρώτα 4 ΡΗΑΝΤΟΜ.
Η 2η ομάδα επέστρεψε το τρίτο 10ήμερο του Ιουνίου 1974 και η 3η μετά τις 15 Ιουλίου 1974, όταν ήδη είχε ξεσπάσει η κρίση του Κυπριακού και όλα τα α/φη είχαν τεθεί σε
επιφυλακή με πλήρη φορτία οπλισμού.

