Την περασμένη Δευτέρα 1η Δεκεμβρίου ο Βλαντιμίρ Πούτιν επισκέφθηκε επίσημα την Τουρκία.
Κατά τη διάρκεια αυτής της επίσκεψης, η οποία σημειωτέον ήταν η μικρότερη σε διάρκεια επίσκεψη στην ιστορία των ρωσο-τουρκικών σχέσεων, καθώς κράτησε μόνο λίγες ώρες, ο Ρώσος πρόεδρος ανακοίνωσε την ακύρωση του σχεδίου για την κατασκευή του αγωγού South Stream, ο οποίος επρόκειτο να μεταφέρει ρωσικό φυσικό αέριο στη Νότια Ευρώπη μέσω Μαύρης Θάλασσας και Βουλγαρίας.
Προς πλήρωση του κενού που δημιουργεί η ματαίωση του South Stream, ο κ. Πούτιν ανακοίνωσε ότι θα μεγεθύνει τον υπάρχοντα αγωγό Blue Stream, ο οποίος συνδέει τη Ρωσία με την Τουρκία.
Επιπλέον, ανήγγειλε ότι η Μόσχα είναι έτοιμη να κατασκευάσει ένα άλλο σύστημα αγωγών και, αν αυτό κριθεί σκόπιμο, έναν πρόσθετο κόμβο για τους πελάτες της Νότιας Ευρώπης, ο οποίος θα βρίσκεται σε τουρκικό έδαφος, κοντά στα σύνορα με την Ελλάδα.
Στην κοινή συνέντευξή του με τον Ταγίπ Ερντογάν μετά τη συνάντηση των δύο ηγετών στο προεδρικό μέγαρο της Αγκυρας, ο ρώσος Πρόεδρος επέρριψε τις ευθύνες για το ναυάγιο του φιλόδοξου σχεδίου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στην κυβέρνηση της Βουλγαρίας.
«Αν η Ευρώπη δεν επιθυμεί την υλοποίηση του σχεδίου, αυτό δεν θα υλοποιηθεί. Θα επαναπροσανατολίσουμε τη ροή των πόρων ενέργειας μας σε άλλες περιοχές του κόσμου», υπογράμμισε. Αναφορικά με τη Βουλγαρία, δήλωσε ότι «αν έχει στερηθεί τη δυνατότητα να συμπεριφέρεται ως κυρίαρχο κράτος, ας ζητήσει αποζημίωση για τα διαφυγόντα κέρδη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή».
Στην ίδια συνέντευξη Τύπου, ο Βλαντιμίρ Πούτιν δήλωσε ότι η Τουρκία αποτελεί «στρατηγικό ενεργειακό εταίρο» της χώρας του και προανήγγειλε μείωση της τιμής του ρωσικού φυσικού αερίου που προμηθεύεται η Τουρκία κατά 6%, από την 1η Ιανουαρίου του 2015.
Επιπλέον, δεσμεύτηκε ότι η χώρα του θα παραδώσει έγκαιρα τον πρώτο πυρηνικό σταθμό παραγωγής ενέργειας της Τουρκίας στο Ακουγιού. «Αυτό το έργο είναι μοναδικό, υπό την έννοια ότι το εργοστάσιο θα κατασκευαστεί -για πρώτη φορά- στη βάση της αρχής πληρώνω-κατέχω-εκμεταλλεύομαι, που σημαίνει, ότι η ρωσική κατασκευάστρια εταιρεία θα είναι ο ιδιοκτήτης του πυρηνικού σταθμού», δήλωσε ο Ρώσος ηγέτης.
Η ολοκλήρωση της κατασκευής του σταθμού έχει προγραμματιστεί για το 2022, ενώ άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο για μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ των δύο χωρών.
Φαινομενικά, όλοι μοιάζουν ευχαριστημένοι: η Τουρκία εξασφαλίζει μακροπρόθεσμο ενεργειακό εφοδιασμό σε τιμή ευκαιρίας, ενώ σε περίπτωση που προχωρήσει η κατασκευή του αντί-South Stream θα μετατραπεί σε ένα σημαντικό περιφερειακό ενεργειακό κόμβο.
Από την άλλη, για τη Ρωσία δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο σχεδίων, καθώς το κόστος κατασκευής των δύο έργων είναι περίπου το ίδιο ($22 δις), θα μεταφέρονται οι ίδιες ποσότητες (60 δις κ.μ. φυσικού αερίου), ενώ και τα δύο επιλύουν το βασικό πρόβλημα της Μόσχας: εξαιρούν από το σχήμα μεταφοράς και προμήθειας φυσικού αερίου την Ουκρανία. Είναι όμως έτσι;
Η ρωσική οικονομία βυθίζεται
Μια μέρα μετά την απόφαση του Πούτιν να ακυρώσει το σχέδιο κατασκευής του αγωγού South Stream η Κομισιόν επανέλαβε την ανάγκη διαφοροποίησης των οδών παροχής και των πηγών ενέργειας.
Η επίτροπος Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα εξήγησε τη σημασία της απόφασης για την Ευρώπη.
«Ακούσαμε για την απόφαση, επιβεβαιώνει τη σημασία του να μην είμαστε εξαρτημένοι από μία μόνο πηγή φυσικού αερίου. Η διαφοροποίηση των ενεργειακών πηγών είναι πολύ σημαντική για την Ευρώπη».
Την ίδια μέρα ο μεγιστάνας της ενέργειας και μέγας πολέμιος του ρωσικού καθεστώτος Μιχαίλ Χοντορκόφσκι, μιλώντας στο Ευρωκοινοβούλιο αμφισβήτησε ευθέως την απόφαση του Πούτιν θεωρώντας την πολιτική μπλόφα: «Σήμερα παρακολούθησα το θέμα με μεγάλο ενδιαφέρον ρωτώντας διαφορετικούς ανθρώπους.
Μέχρι στιγμής δεν πιστεύω ότι αυτή είναι η τελική απόφαση γιατί οι εναλλακτικές λύσεις οικονομικά δεν βγάζουν νόημα», ενώ ο Ρώσος αναλυτής επί ενεργειακών θεμάτων Μιχαήλ Κορτσέμκιν δήλωσε στη LiveJournal: «Ο αγωγός South Stream είχε ως στόχο να απαλλαγεί η ρωσική οικονομία από μια χώρα διέλευσης που δρούσε παρασιτικά σε σχέση με αυτή.
Ο νέος αγωγός στην Τουρκία θα δημιουργήσει ένα νέο παράσιτο».
Η προαναγγελθείσα μείωση της τιμής του ρωσικού φυσικού αερίου που προμηθεύεται η Τουρκία κατά 6%, (σε όρους όγκων, αποτελεί τον δεύτερο μεγαλύτερο αγοραστή ρωσικού αερίου μετά τη Γερμανία) θα κοστίσει στη Gazprom περί τα $700 εκατ. ετησίως και έρχεται να προστεθεί στις σημαντικές υποχωρήσεις στο ζήτημα της τιμής που έκανε η Ρωσία στην περίπτωση της Κίνας, καθώς και στις γενναίες φοροαπαλλαγές που έχει προβεί ο Πούτιν, ώστε το εν λόγω πρόγραμμα να καταστεί βιώσιμο για την Gazprom.
Τούτων δοθέντων, το τουρκικό πρόγραμμα προβλέπεται να είναι εξίσου οριακά κερδοφόρο.
Φαίνεται λοιπόν πως χρησιμοποιώντας τις ενεργειακές πηγές της χώρας ως γεωπολιτικό εργαλείο περιορίζονται δραματικά τα περιθώρια κέρδους που μπορεί να έχει η ρωσική οικονομία από αυτές. Και το ερώτημα είναι: μπορεί η ρωσική οικονομία να το αντέξει;
Μετά τον αποκλεισμό των ρωσικών τραπεζών από τη διεθνή χρηματοπιστωτική αγορά λόγω των δυτικών κυρώσεων και την απόφαση της ρωσικής κεντρικής τράπεζας να αφήσει το ρούβλι να διολισθήσει, το ρωσικό νόμισμα βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, καθώς έχει χάσει περισσότερα από 40% της αξίας του το προηγούμενο έτος, συμπεριλαμβανομένης μιας πτώσης περίπου 8% μέχρι στιγμής αυτή την εβδομάδα, και η πτώση δεν δείχνει ίχνη επιβράδυνσης.
Ο συνολικός πληθωρισμός ανέρχεται στο 9% και περίπου στο 20% για τρόφιμα μετά τη διακοπή ρωσικών εισαγωγών κρέατος, γαλακτοκομικών, φρούτων και λαχανικών από τη Δύση.
Νωρίτερα αυτό το χρόνο, η κεντρική τράπεζα της Ρωσίας έλαβε ηρωικά μέτρα στήριξης του νομίσματος, ξοδεύοντας $40 δις από τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας μεταξύ του Ιανουαρίου και του Μαΐου -περίπου 8% του συνόλου τότε- προκειμένου να αυξηθεί η τιμή του ρουβλίου στις παγκόσμιες αγορές.
Στη συνέχεια, αν και το ρούβλι συνέχισε να διολισθαίνει, η κεντρική τράπεζα επέλεξε να διαφυλάξει τα συναλλαγματικά της αποθέματα, αποκαλύπτοντας πως η ρωσική πλευρά προετοιμάζεται για μακρύ οικονομικό πόλεμο.
Για να σταματήσει την πτώση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η Ρωσία πρέπει να εξαγάγει περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες. Αυτό στην πράξη σημαίνει περισσότερο πετρέλαιο, καθώς τα δύο τρίτα όλων των ρωσικών εξαγωγών αφορούν στον τομέα της ενέργειας. Δυστυχώς για την ίδια, η ενεργειακά εξαρτώμενη σύνθεση της ρωσικής οικονομίας δεν αφήνει πολλές επιλογές.