Την τελευταία ομιλία που έδωσε στο Eurogroup, προτού εκδιωχθεί, ανέβασε στο προσωπικό του ιστολόγιο ο Γιάνης Βαρουφάκης.
Ο υπουργός Οικονομικών δημοσίευσε, στα αγγλικά, το λόγο που έβγαλε σε δραματικούς τόνους στην τελευταία συνεδρίαση.
Στο κείμενό το εξηγεί γιατί η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να αποδεχθεί την πρόταση των δανειστών, ενώ σε δραματικούς τόνους καλεί το Eurogroup να δεχθεί το αίτημα για παράταση του προγράμματος για μερικές εβδομάδες.
Μέσα στην ομιλία του περιγράφει την ιστορικότητα των στιγμών, ενώ αφήνει και αιχμές προς τον Βόλφκγανγκ Σόιμπλε, αλλά και τον Γερούν Ντάισελμπλουμ.
Αναλυτικά η ομιλία Βαρουφάκη στα ελληνικά (μετάφραση: iefimerida)
Συνάδελφοι
Στην τελευταία μας συνάντηση (25 Ιουνίου) οι θεσμοί έβαλαν στο τραπέζι την τελική τους προσφορά στις ελληνικές αρχές, σε απάντηση στην πρότασή μας για ένα Staff Level Agreement όπως είχε κατατεθεί στις 22 Ιουνίου (και υπογράφτηκε από τον πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα). Μετά από μακρά, προσεκτική εξέταση η κυβέρνησή μας αποφάσισε ότι, δυστυχώς, η πρόταση των Θεσμών δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτή. Από τη στιγμή που φτάνουμε στην προθεσμία της 30ης Ιουνίου, η ημερομηνία όπου λήγει το παρών δάνειο, αυτό το αδιέξοδο προκαλεί μεγάλη ανησυχία σε όλους μας και οι αιτίες του πρέπει να εξεταστούν αναλυτικά.
Απορρίψαμε την πρόταση των Θεσμών εξαιτίας μια σειράς από ισχυρούς λόγους. Ο πρώτος είναι ο συνδυασμός της λιτότητας με την κοινωνική αδικία που θα έφερνε σε έναν λαό ήδη κατεστραμμένο από τη… λιτότητα και την κοινωνική αδικία. Ακόμη και η δική μας πρόταση (Staff Level Agreement) είναι υφεσιακή, σε μια προσπάθεια να καθησυχάσουμε τους Θεσμούς για να φτάσουμε πιο κοντά σε συμφωνία. Μόνο που η δική μας πρόταση προσπαθούσε να μεταφέρει τα βάρη αυτής της νέας επίθεσης λιτότητας σε εκείνους που μπορούν να πηλρώσουν, για παράδειγμα αυξάνοντας τις εγοδοτικές εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία από το να μειώσουμε τις χαμηλότερες συντάξεις. Παρόλα αυτά, ακόμη και η δική μας πρόταση περιέχει πολλά σημεία τα οποία απορρίπτει η ελληνική κοινωνία.
Οπότε, από εκεί που μας πίεζαν για να δεχθούμε νέα λιτότητα, με τη μορφή παράλογα υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων (3,5% του ΑΕΠ για το μεσοπρόθεσμο, δηλαδή λίγο χαμηλότερο από τον αριθμό που είχε συμφωνήσει η προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση 4,5%]) καταλήξαμε να πρέπει να κάνουμε υφεσιακές ανταλλαγές μεταξύ, από τη μια μεριά, υψηλότερους φόρους/επιβαρύνσεις σε μια οικονομία όπου όσοι πληρώνουν, πληρώνουν πάρα πολλά, και από την άλλη, μειώσεις σε συντάξεις/επιδόματα σε κοινωνία κατεστραμμένη ήδη από τεράστιες περικοπές στο βασικό εισόδημα εκείνων που έχουν ανάγκη, οι οποίοι πολλαπλασιάζονται.
Συνάδελφοι, αυτά που έχουμε μεταφέρει στους Θεσμούς στις 22 Ιουνίου, όταν καταθέταμε τις προτάσεις μας: Ακόμη και αυτή η πρόταση θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να περάσει από το Κοινοβούλιο, δεδομένων των πολλών υφεσιακών μέτρων και της λιτότητας που συνεπάγεται. Δυστυχώς η απάντηση των Θεσμών ήταν να επιμείνουν σε ακόμη πιο υφεσιακά (παραμετρικά) μέτρα (π.χ. αύξηση του ΦΠΑ στα ξενοδοχεία από το 6% στο 23%!) και, ακόμη χειρότερα, να μεταφέρουμε τα βάρη από τις επιχειρήσεις στα πιο αδύναμα μέλη της κοινωνίας (μείωση χαμηλών συντάξεων, περικοπή προνομίων στους αγρότες, αναβολή της νομοθεσίας που παρέχει κάποια προστασία στους εκμεταλλευόμενους εργαζόμενους).
Γιατί απορρίπτουμε την πρόταση
Οι νέες προτάσεις των Θεσμών, στην πρόταση της 25ης Ιουνίου (Staff Level Agreement/Προαπαιτούμενα) μετέτρεψαν ένα πολιτικά προβληματικό πακέτο, για το δικό μας Κοινοβούλιο, σε ένα πακέτο που θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να περάσει από την Ολομέλεια. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Γίνεται ακόμη χειρότερο όταν κοιτάξουμε τον προτεινόμενο πακέτο χρηματοδότησης.
Αυτό που κάνει αδύνατο να περάσει το πακέτο των Θεσμών από το Κοινοβούλιο είναι η έλλειψη απάντησης στο ερώτημα; Αυτά τα επώδυνα μέτρα τουλάχιστον θα μας δώσουν μια περίοδο ηρεμίας κατά την οποία θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε στις συμφωνημένες μεταρρυθμίσεις και μέτρα; Θα μπορέσει ένα σοκ αισιοδοξίας να αντιστρέψει τα αποτελέσματα της ύφεσης από μια περίοδο επιπλέον δημοσιονομικής προσαρμογής που επιβάλλεται σε μια χώρα που είναι σε ύφεση για 21 συνεχόμενα τρίμηνα; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη: Οχι, η πρόταση των Θεσμών δεν προσφέρει καμία τέτοια προοπτική.
Αυτό γιατί: Η προτεινόμενη χρηματοδότηση για τους επόμενους πέντε μήνες είναι προβληματική για μια σειρά από λόγους:
Πρώτον, δεν έχει καμία πρόβλεψη για τις καθυστερήσεις του κράτους, οι οποίες προκλήθηκαν από το γεγονός ότι έκανε επί πέντε μήνες πληρωμές χωρίς εκταμιεύσεις και από τη μείωση των φορολογικών εσόδων από τη συνεχόμενη απειλή για Grexit η οποία πλανάται συνεχώς στον αέρα.
Δεύτερον, η ιδέα «κανιβαλισμού» του EFSF για να πληρωθούν τα ομόλογα της ΕΚΤ ενέχει έναν καθαρό κίνδυνο: Αυτά τα χρηματικά ποσά έχουν διατεθεί, σωστά, για την ενδυνάμωση των εύθραυστων τραπεζών, πιθανότατα μέσω μιας διαδικασίας που αντιμετωπίζει τα τεράστια μη εξυπηρετούμενα δάνεια που «κατατρώνε» την κεφαλαιοποίησή τους. Η απάντηση που μου έδωσε ανώτερο στέλεχος της ΕΚΤ, το όνομα του οποίου δεν θα αποκαλύψω, είναι ότι τα κεφάλαια του ΤΧΣ θα αναπληρωθούν ώστε να αντιμετωπιστούν οι ανάγκες κεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Και ποιος θα κάνει την αναπλήρωση; Ο ESM, ήταν η απάντηση που μου δόθηκε. Αλλά, και αυτό είναι ένα γιγαντιαίο αλλά, αυτό δεν είναι μέρος της προτεινόμενης συμφωνίας και, επιπλέον, δεν θα μπορούσε να είναι μέρος της συμφωνίας από τη στιγμή που οι Θεσμοί δεν έχουν καμία εντολή να δεσμεύσει τον ESM με τέτοιο τρόπο, όπως είμαι σίγουρος ότι θα μας το θυμίσει αυτό ο Βόλφγκανγκ. Και, επιπλέον, εάν μπορούσε να γίνει μια τέτοια διευθέτηση, γιατί η λογική, μέτρια πρότασή μας για έναν νέο ESM για την Ελλάδα που θα βοηθούσε να μεταφερθούν τα SMP της ΕΚΤ στον νέο ESM δεν συζητείται; Η απάντηση «δεν θα το συζητήσουμε επειδή δεν θα το συζητήσουμε» θα είναι πολύ δύσκολο να μεταφερθεί από εμένα στο Κοινοβούλιό μου, μαζί με ακόμα ένα πακέτο λιτότητας.
Τρίτον, το προτεινόμενο χρονοδιάγραμμα εκταμιεύσεων είναι ένα ναρκοπέδιο αξιολογήσεων, μια κάθε μήνα, το οποίο θα εξασφαλίσει δύο πράγματα. Πρώτον ότι η ελληνική κυβέρνηση θα βυθιστεί κάθε μέρα, κάθε βδομάδα στη διαδικασία αξιολόγησης για πέντε μακρούς μήνες . Και πολύ πριν τελειώσουμε αυτοί οι πέντε μήνες θα μπούμε σε μια ακόμη κουραστική διαπραγμάτευση για το επόμενο πρόγραμμα, από τη στιγμή που δεν υπάρχει τίποτα στην πρόταση των δανειστών που να δημιουργεί ακόμη και την παραμικρή ελπίδα πως η Ελλάδα μπορεί να σταθεί μόνη της στα πόδια της.
Τέταρτον, δεδομένου του ότι είναι απόλυτα ξεκάθαρο πως το χρέος μας θα παραμείνει μη βιώσιμο μέχρι το τέλος του χρόνου και πως η έξοδος στις αγορές θα παραμείνει όσο μακρινή όσο είναι τώρα, δεν μπορούμε να υπολογίζουμε ότι το ΔΝΤ θα εκταμιεύσει το δικό του μερίδιο, τα 3,5 δισ. ευρώ που οι Θεσμοί υπολογίζουν ως μέρος του χρηματοδοτικού πακέτου υπό συζήτηση.
Δεν πάμε σε εκλογές
Αυτοί είναι στέρεοι λόγοι γιατί η κυβέρνησή μας δεν πιστεύει ότι έχει κάποια εντολή να δεχθεί την πρόταση των Θεσμών ή να χρησιμοποιήσει την κυβερνητική πλειοψηφία ώστε να πιέσει για να περάσει και πάνω από τα καταστατικά.
Την ίδια ώρα δεν έχουμε εντολή να απορρίψουμε την πρόταση των θεσμών, αντιλαμβανόμενοι την κρίσιμη στιγμή της Ιστορίας στην οποία βρισκόμαστε. Το κόμμα μας πήρε το 36% ων ψήφων και η κυβέρνησή μας στο σύνολό της έχει εντολή από λιγότερο από το 40% του λαού. Γνωρίζοντας το πόσο βαρυσήμαντη είναι η απόφασή μας, αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να θέσουμε την πρόταση των δανειστών στον ελληνικό λαό. Θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε σαφώς τι σημαίνει ένα «ναι» στην πρόταση των Θεσμών, να κάνουμε το ίδιο αναφορικά με το «όχι» και να τους αφήσουμε να αποφασίσουν.
Από τη δική μας την πλευρά θα δεχθούμε τη λαϊκή ετυμηγορία και θα κάνουμε ότι χρειαστεί για να την εφαρμόσουμε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Κάποιοι ανησυχούν ότι μια ψήφος στο «ναι» θα είναι μια ψήφος μη εμπιστοσύνης στην κυβέρνησή μας (μιας και θα προτείνουμε ψήφο στο «όχι»), και σε αυτή την περίπτωση δεν θα μπορούμε να υποσχεθούμε στο Eurogroup ότι θα είμαστε σε θέση να υπογράψουμε και να εφαρμόσουμε μια συμφωνία με τους Θεσμούς. Δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Είμαστε αφοσιωμένοι δημοκράτες. Εάν ο λαός μας δώσει καθαρή εντολή για να υπογράψουμε τις προτάσεις των Θεσμών, θα κάνουμε ότι χρειάζεται να για να το πράξουμε, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει μια ανασχηματισμένη κυβέρνηση.
Συνάδελφοι, η λύση του δημοψηφίσματος είναι η καλύτερη για όλους, δεδομένων των περιορισμών που αντιμετωπίζουμε.
Εάν η κυβέρνησή μας δεχόταν την πρόταση των Θεσμών σήμερα, υποσχόμενη να το περάσει από το Κοινοβούλιο, θα χάναμε στο Κοινοβούλιο με το αποτέλεσμα να έφερνε νέες εκλογές μέσα σε έναν μακρύ μήνα, μετά η καθυστέρηση, η αβεβαιότητα και οι προοπτικές για μια επιτυχή επίλυση θα ήταν πολύ πολύ μηδαμινές.
Αλλά ακόμη και εάν καταφέρναμε να περάσουμε την πρόταση των Θεσμών από το Κοινοβούλιο, θα αντιμετωπίζαμε ένα τεράστιο πρόβλημα εφαρμογής. Για να το θέσω απλά, όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις που πίεσαν για πολιτικές που υπαγορεύθηκαν από τους Θεσμούς δεν μπόρεσαν να πάρουν το λαό με το μέρος τους, το ίδιο θα συνέβαινε και με εμάς.
Για το ερώτημα ευρώ ή δραχμή
Στην ερώτηση που θα μπει στον Ελληνικό λαό, πολλή συζήτηση έχει γίνει για το ποια πρέπει να είναι. Πολλά από εσάς μας λένε, μας συμβουλεύουν, ακόμη και μας δίνουν εντολή πως πρέπει να είναι μια ερώτηση «ναι ή όχι» στο ευρώ. Ας είμαι ξεκάθαρος σε αυτό. Πρώτον η ερώτηση καταρτίστηκε από το υπουργικό συμβούλιο και μόλις έχει περάσει από το Κοινοβούλιο και είναι “δέχεστε την πρόταση των Θεσμών όπως μας παρουσιάστηκε στις 25 Ιουνίου στο Eurogroup;”. Αυτή είναι η μόνη σχετική ερώτηση. Εάν είχαμε δεχθεί την πρόταση πριν από δύο ημέρες θα είχαμε συμφωνία. Η ελληνική κυβέρνηση τώρα ρωτάει το εκλογικό σώμα να απαντήσει στην ερώτηση που τέθηκε σε εμένα από τον Γερούν (Ντάιεσλμπλουμ), ειδικά όταν μου είπες “μπορείς να το θεωρήσεις αυτό, εάν θες ως μια πρόταση take it or leave it”. Λοιπόν έτσι το πήραμε και τώρα τιμούμε τους Θεσμούς και τον ελληνικό λαό ρωτώντας τον να δώσει μια σαφή απάντηση στην πρόταση των Θεσμών.
Αυτοί που λένε ότι, ουσιαστικά, αυτό είναι ένα δημοψήφισμα για το ευρώ, η απάντησή μου είναι: Μπορείτε να το πείτε αυτό, αλλά εγώ δεν θα κάνω κανένα σχόλιο. Αυτή είναι δική σας κρίση, δική σας ερμηνεία. Οχι δική μας! Υπάρχει μια λογική για το πως το βλέπετε, αλλά μόνο εάν υπάρχει μια έμμεση απειλή πως ένα “όχι” από τον ελληνικό λαό στην πρόταση των Θεσμών θα ακολουθηθεί από κινήσεις για να βγει η Ελλάδα, παράνομα, από το ευρώ. Αυτή η απειλή δεν θα είναι συνεπής με τις βασικές αρχές της Ευρωπαϊκής δημοκρατικής διακυβέρνησης και του Ευρωπαϊκού Νομικού πλαισίου.
Σε εκείνους που μας δίνουν εντολή να μετατρέψουμε το δημοψήφισμα στο δίλημμα ευρώ-δραχμή, η απάντησή μου είναι ξεκάθαρη: Οι Ευρωπαϊκές Συνθήκες έχουν προβλέψει μια έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Δεν προβλέπουν όμως έξοδο από την Ευρωζώνη. Για καλό λόγο, βέβαια, καθώς το αδιαίρετο της Νομισματικής μας Ενωσης είναι στοιχείο του λόγου ύπαρξής της. Το να μας ζητάτε να βάλουμε στο δημοψήφισμα ερώτηση που θα περιλαμβάνει έξοδο από την Ευρωζώνη είναι σαν να μας ζητάτε να παραβιάσουμε της συνθήκες της ΕΕ και το νομικό πλαίσιο της ΕΕ. Προτείνω σε όποιον μας θέλει, ή όποιον άλλο, να κάνει δημοψήφισμα στα μέλη της Ευρωζώνης για να αλλάξουν οι συνθήκες.
Δεν πήρατε ποτέ σοβαρά την πρότασή μας