Η στάση της Γερμανίας από την εποχή του Βασιλιά Όθωνα, έως και σήμερα με την επιβολή του τρίτου μνημονίου στην Ελλάδα, επικεντρώνεται , εκτός όλων των άλλων , στην συνεχή και διαχρονική λεηλάτηση του πολιτιστικού και εκκλησιαστικού πλούτου της χώρας .
Επίσης είχε και έχει πάντα ως στόχο την υποβάθμιση της Ορθοδοξίας , που αποτελεί την αέναη «ασπίδα» του ελληνισμού, στην μακραίωνη διαδρομή της μάχης για την επιβίωση του.
Είχαν διαπιστώσει από νωρίς οι «Τέυτονες», ότι η ορθοδοξία σε αρμονία με τον ελληνισμό , κάποια στιγμή θα μπορούσε να «ξαναγεννήσουν» ένα νέο Βυζάντιο, κάτι που θα αποτελούσε «κόλαφο» στα σχέδια τους για την απόλυτη κυριαρχία στην Ευρώπη.
Από την εποχή που μας επέβαλαν οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι μας , μετά την ελληνική εθνική επανάσταση του 1821, το πρώτο «μνημόνιο» με «επίσημο» τοποτηρητή τον βασιλιά Όθωνα από την Βαυαρία, έβαλαν στο « μάτι» την πολύτιμη εκκλησιαστική περιουσία και τις Μονές στην πατρίδα μας.
Μάλιστα, πρώτη η αντιβασιλεία , λόγω της αδυναμίας της πρώτης επιτροπής να υποδείξει τρόπο αξιοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας, δια Βασιλικού Διατάγματος (Β. Δ.) διατάσσει, όπως όλα τα έσοδα των μονών και των μετοχίων που είχαν εγκαταλειφθεί, να εισπράττονται για λογαριασμό των γενικών εξόδων του Δημοσίου με σκοπό την βελτίωση των εκκλησιαστικών πραγμάτων και της Παιδείας.
Στα παραπάνω περιλαμβάνονται και οι μονές των οποίων ο αριθμός των μοναχών ανέρχονταν σε 6, οι οποίοι μετατίθονταν σε άλλες μονές.
Το έργο αυτό ανατέθηκε στους κατά τόπους Νομάρχες, οι οποίοι απέδιδαν λόγο για την ορθή διαχείριση ή μη, στην Γραμματεία επί των Εκκλησιαστικών και της Παιδείας.
Αυτό μας θυμίζει το σημερινό τρίτο μνημόνιο και τον τρόπο που υλοποιείται.
Βλέπουμε δηλαδή πως η όλη διακυβέρνηση, διάλυση, διαχείριση κ.λ.π. των μονών αναθέτονταν στην Κυβέρνηση, ενάντια στους Εκκλησιαστικούς Κανόνες οι οποίοι όριζαν την εποπτεία των μονών στον οικείο επίσκοπο.
Βέβαια πως θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά αφού οι Επίσκοποι στην ουσία ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, τους οποίους όριζε ή έπαυε η Αντιβασιλεία.
Κύριος εμπνευστής μιας «νέας εκκλησίας», ως θεσμού υποταγμένου στην κρατική διαχείριση των λειτουργιών, που θα περιόριζε τις λατρευτικές «δεισιδαιμονίες» των Ορθοδόξων και κυρίως τον «αναχρονιστικό» μοναχισμό, δεν ήταν άλλος από τον αντιβασιλέα και υπουργό επί των εκκλησιαστικών Λουδοβίκο Μάουρερ.
Γράφει ο Χρήστος Γιανναράς στο «Ορθοδοξία και Δύση», σελίδα 267: «Ο Μάουρερ θεωρούσε την εκκλησία ως μια κρατική υπηρεσία υποταγμένη στην πολιτική διοίκηση.
Το πρότυπο γι’ αυτόν ήταν η κατάσταση στην πατρίδα του την Βαυαρία, όπου η κοσμική εξουσία είχε πλήρη κυριαρχία πάνω στην καθολική και προτεσταντική εκκλησία.
Οι καθολικοί επίσκοποι επιτρεπόταν να αλληλογραφούν με τη Ρώμη μόνο με τη διαμεσολάβηση του βασιλιά. Και η προτεσταντική εκκλησία της Βαυαρίας βρισκόταν στη παράδοξη θέση να έχει ως «υπέρτατο επίσκοπό» της τον καθολικό βασιλιά».
Το 1833 διορίζεται ο Κωνσταντίνος Σχινάς μέλος στην επιτροπή εξακρίβωσης της οικονομικής κατάστασης της Εκκλησίας και των μοναστηριών καθώς και πρόεδρος της επιτροπής για την οργάνωση των σχολείων.
Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου διετέλεσε υπουργός Δικαιοσύνης στην Κυβέρνηση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου που διόρισε η Αντιβασιλεία και επίτροπος επικρατείας στην Ιερά Σύνοδο.
Επί υπουργίας του λοιπόν, αποφασίζεται:
-
Να εκτεθούν σε δημοπρασία προς ενοικίαση τα κτήματα των μονών
-
Τα ιερά σκεύη, βιβλία κ.λ.π. να φυλαχθούν μέχρι νεότερης απόφασης από τους κατά τόπους επισκόπους
-
Τα κλειδιά των εγκαταλειμμένων μονών να δοθούν στον επίσκοπο, ο οποίος είχε την εντολή να φροντίζει για την λειτουργία του ναού που βρίσκονταν μέσα στη μονή μία φορά την βδομάδα ή τον μήνα.



