Ανησυχία για το κλίμα έντασης που διαιωνίζεται στο Αιγαίο, η οποία όμως δεν μεταφράζεται απαραίτητα σε παρέμβαση ουσίας προς την Αγκυρα, επικρατεί στην Ουάσιγκτον. Στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ είναι λίγοι αυτοί που ασχολούνται σε αυτή τη φάση με τα ελληνοτουρκικά, οι όποιες επαφές υπάρχουν γίνονται σε υψηλό πολιτικό επίπεδο και δεν στηρίζονται πάντα στη διπλωματική γραφειοκρατία. Οι προθέσεις του περιβάλλοντος του προέδρου Τραμπ είναι ασαφείς και τα μηνύματα όχι ιδιαίτερα ηχηρά. Ωστόσο, ο ελληνικής καταγωγής προσωπάρχης του Λευκού Οίκου, Ρέινς Πρίμπους, είναι ενήμερος για την αυξημένη ένταση στο Αιγαίο, κάτι που στο σημερινό περιβάλλον σύγχυσης που επικρατεί στον κυβερνητικό μηχανισμό –για «χάος» έκανε λόγο παράγων της Ουάσιγκτον που γνωρίζει πρόσωπα και καταστάσεις– αποτιμάται ως εξαιρετικά χρήσιμο.
Παράλληλα, πολύ θετική χαρακτηρίζεται η απομάκρυνση του Μάικλ Φλιν από τη θέση του συμβούλου εθνικής ασφαλείας, καθώς οι «στενές επαφές» που φέρεται να διατηρούσε μέχρι το πρόσφατο παρελθόν με Τούρκους παράγοντες γεννούσαν εύλογες ανησυχίες για τη στάση που θα τηρούσαν οι ΗΠΑ σε ενδεχόμενη ελληνοτουρκική κρίση.
Ενα «ατύχημα»
Στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ αναγνωρίζουν τον υπαρκτό κίνδυνο μιας περαιτέρω κλιμάκωσης, ακόμη και ενός «ατυχήματος», και διαμηνύουν ότι παρακολουθούν τις εξελίξεις, αλλά δεν υπάρχουν ούτε οι αποτελεσματικοί δίαυλοι επικοινωνίας που συχνά πηγάζουν από διαπροσωπικές σχέσεις, οι οποίες στην προκειμένη περίπτωση απουσιάζουν, ούτε ο ανάλογος σχεδιασμός και η ειδικότερη ενασχόληση με το ζήτημα, απαραίτητα συστατικά για την έγκαιρη αποτροπή δυσάρεστων εξελίξεων και μάλιστα μεταξύ συμμάχων. Επίσημα, υπογραμμίζουν ότι ενθαρρύνουν τον διάλογο μεταξύ των δύο χωρών για τη διαχείριση των όποιων μεταξύ τους διαφορών.
Το κενό εξουσίας στην Ουάσιγκτον, το οποίο στην περίπτωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ είναι κάτι περισσότερο από αισθητό, περιορίζει τα αντανακλαστικά και μειώνει τις δυνατότητες αποτελεσματικής εμπλοκής. Η καθοριστικής σημασίας θέση του βοηθού υπουργού Εξωτερικών αρμόδιου για την Ευρώπη, στην οποία βρέθηκε κατά το παρελθόν ο Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ και πιο πρόσφατα η Βικτόρια Νούλαντ, παραμένει κενή.
Χωρίς, φυσικά, να σημαίνει ότι ο εκάστοτε Αμερικανός αξιωματούχος στο συγκεκριμένο αξίωμα υιοθετεί «φιλελληνική» στάση, ωστόσο γνωρίζει πρόσωπα και καταστάσεις, είναι σε θέση να παρακολουθεί τις εκατέρωθεν κινήσεις έχοντας πλήρη εικόνα των ελληνοτουρκικών, να συντονίζει τις πρεσβείες Αθήνας και Αγκυρας και να προβαίνει άμεσα στις καθοριστικές δράσεις που αποτρέπουν δυσάρεστες εξελίξεις. Σε άλλες περιπτώσεις αρκεί η δική του παρέμβαση, που μπορεί να περιλαμβάνει ακόμη και μετάβαση στις δύο πρωτεύουσες, και σε άλλες οικοδομεί το πρόσφορο περιβάλλον ώστε η όποια παρέμβαση σε υψηλότερο επίπεδο να αποδειχθεί αποτελεσματική. Αυτή τη στιγμή το «άλμα» από τα χαμηλόβαθμα στελέχη που χειρίζονται την κάθε χώρα –ή ακόμη και τον εκτελούντα χρέη αναπληρωτή για την Ευρώπη– μέχρι τον υπουργό Εξωτερικών είναι τεράστιο και ο σχετικός σχεδιασμός εκ των πραγμάτων προβληματικός.
Οι επικοινωνίες
Παρά τον μειωμένο βαθμό εγρήγορσης, υπάρχουν επικοινωνίες οι οποίες κινούνται στην πάγια γραμμή της αποφυγής «ανατροπών» της υφιστάμενης κατάστασης. Σε επίπεδο ουσίας, τα μηνύματα σε ό,τι αφορά τη συμπεριφορά στο Αιγαίο απευθύνονται και προς τις δύο πλευρές, ζητώντας «αυτοσυγκράτηση» από την Αγκυρα, αλλά και από την Αθήνα. Είναι ενδεικτικό ότι πρόσφατα εκφράσθηκε δυσφορία για την «περιοδεία» του αρχηγού των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων στην περιοχή των Ιμίων, αλλά ταυτόχρονα επισημάνθηκε ότι ούτε κάποιες κινήσεις του Ελληνα υπουργού Εθνικής Αμυνας βοηθούν.
Ως γενικότερη αίσθηση πάντως αναγνωρίζεται στην ελληνική κυβέρνηση ότι τηρεί χαμηλούς τόνους, κάτι που δεν αντανακλά απαραίτητα και την εικόνα που υπάρχει για την Τουρκία, με δεδομένο τον απρόβλεπτο χαρακτήρα του Ταγίπ Ερντογάν και τους πολιτικούς υπολογισμούς που ενδεχομένως κάνει ενόψει του κρίσιμου δημοψηφίσματος του Απριλίου.
Επιπροσθέτως, όπως τόνισε στην «Κ» Αμερικανός αξιωματούχος που έχει ασχοληθεί με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και γνωρίζει την περιοχή, ο βίαιος εκδιωγμός πολλών Τούρκων διπλωματών, και πολύ περισσότερο, αξιωματικών, έχει δυσχεράνει την επικοινωνία, ακόμη και αν υπήρχαν σαφείς οδηγίες για την αμερικανική πολιτική έναντι της Τουρκίας, που πάντως δεν υπάρχουν.
Μια σημαντική παράμετρος που δυσχεραίνει τα πράγματα είναι και το γεγονός ότι ο αμερικανοτουρκικός διάλογος επικεντρώνεται κυρίως, αν δεν εξαντλείται, στα «μεγάλα» περιφερειακά ζητήματα –καταπολέμηση του ISIS, εξελίξεις στη Συρία, σχέσεις με το Ιράν– ενώ αυτονόητη σημασία δίνεται και στις διμερείς σχέσεις, όπου κυριαρχεί το επίμονο τουρκικό αίτημα για την έκδοση του Φετουλάχ Γκιουλέν. Δευτερευόντως αγγίζει ευρύτερου ενδιαφέροντος περιφερειακές εξελίξεις όπως είναι οι συνομιλίες για λύση του Κυπριακού, ενώ σε ζητήματα όπως το Αιγαίο δεν δίνεται ιδιαίτερη προσοχή, μια πραγματικότητα που κάποιοι ίσως επιχειρήσουν να εκμεταλλευθούν.
Ο ρόλος των Ισραηλινών