Διαστάσεις επιδημίας έχει πάρει η παραπληροφόρηση σχετικά με το ότι ήταν αποδεκτή (και περίπου θεσμοθετημένη) η ομοφυλοφιλία στην αρχαία Ελλάδα.
Ιδιαίτερη σπουδή μάλιστα, επιδεικνύουν και διάφοροι εγχώριοι εκκλησιαστικοί κύκλοι, με προφανή κίνητρα και σκοπό.
Σε όλες τις εποχές και σε όλες τις κοινωνίες υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν άτομα με αποκλίνουσες σεξουαλικές συμπεριφορές, παρά φύσει, θα λέγαμε.
Όμως, ειδικά για την αρχαία Ελλάδα, δεν αποτελούσαν τον κανόνα, αλλά την εξαίρεση.
Είναι τελείως ανυπόστατες οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις.
Στην εποχή μας με τις λέξεις «ομοφυλόφιλος» και «ετεροφυλόφιλος», κάνουμε μια απλή διαπίστωση του φαινομένου, χωρίς να το αξιολογούμε είτε θετικά, είτε αρνητικά.
Αντιθέτως, στην αρχαία Ελλάδα η γλώσσα είχε πολύ μεγάλη ακρίβεια.
Ο Επίκτητος έλεγε το εξής καταπληκτικό, για την μεγάλη σημασία των λέξεων: «Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις». Στην ελληνική γλώσσα δεν υπάρχει τίποτε τυχαίο. Στο συγκεκριμένο λοιπόν σημείο η γλώσσα λαμβάνει θέση και μάλιστα ιδιαιτέρως αρνητική.
Αξίζει να σημειώσουμε ακόμη πως η Αιδώς ήταν πολύ σημαντική Θεότητα και, όποιος την προκαλούσε δοκίμαζε σκληρότατη τιμωρία από την Νέμεση, που μονίμως την συνόδευε. Η Αιδώς ετυμολογικώς συνδέεται με το Αίσχος, άρα η συγκεκριμένη πράξη έφερνε καταισχύνη στον ενεργούντα.
Πράγματι λοιπόν, δεν συναντούμε τις λέξεις ομοφυλόφιλος ή ετεροφυλόφιλος στα αρχαία μας κείμενα, όχι όμως για τον λόγο που υποστηρίζει ο Dover. Στην αρχαία μας γλώσσα οι ομοφυλόφιλοι αναφέρονται, με μια λέξη πολύ σκληρή, την λέξη ΚΙΝΑΙΔΟΣ δηλ. ο «κινών την αιδώ».
Η σημασία αυτής της λέξεως, ήταν καθαρώς υβριστική και σαφέστατα πολύ καταδικαστική για όσους είχαν κάνει αυτή την επιλογή. Στην σημερινή νεοελληνική μας γλώσσα, θα μπορούσαμε δόκιμα να μεταφέρουμε την έννοια αυτής της λέξεως, μεταφράζοντας την, ως «Ο καταραμένος».
Ο ομοφυλόφιλος, δηλαδή, στην αρχαία ελληνική γλώσσα, ήταν ο «καταραμένος» της σημερινής.
Για του λόγου το αληθές, αναφέρονται οι παραπομπές του πλέον έγκυρου λεξικού της αρχαίας Ελληνικής γλώσσης, των Liddel-Scott, όπου στον τόμο II στην σελίδα 719 αναφέρουν τα εξής λήμματα:
-
Κιναιδεία: Η παρά φύσιν ασέλγεια, Αισχίνης 18,29, Δημήτριος Φαληρεύς 97.
-
Κιναιδεύομαι: Είμαι κίναιδος.
-
Κίναιδος: Ο καταπύγων, ο καθόλου αισχρός, κακοήθης άνθρωπος.
Ο ορισμός μάλιστα για τον παθητικό ομοφυλόφιλο είναι «Καταπύγων» και για τον ενεργητικό «Αρσενοκοίτης».
Πώς αντιμετώπιζε η ελληνική κοινωνία την ομοφυλοφιλία; Ας ξεκινήσουμε με έναν άγνωστο μύθο του Αισώπου.
Ο Δίας και η Ντροπή
Ο Δίας πλάθοντας τους ανθρώπους, έβαλε μέσα τους διάφορες ψυχικές αρετές και μόνο την ντροπή λησμόνησε να βάλει. Γι” αυτό μην έχοντας άλλο δρόμο να την τοποθετήσει, την πρόσταξε να μπει από τον πισινό των ανθρώπων. Εκείνη αρχικά αρνήθηκε και διαμαρτυρήθηκε για την προσβολή. Επειδή, όμως, ο Δίας τη ζόρισε πολύ, είπε: «Ας είναι, θα μπω, με τον όρο ότι από εκεί δε θα μπεί ο έρωτας. Γιατί, αν τύχει και μπεί, εγώ θα βγώ αμέσως»!
Έκδοσις του συνόλου των Μύθων του Αισώπου του Εμίλ Σαμπρύ, σειρά «Γκιγιώμ Μπιντέ», Παρίσι 1967 , Μετάφρασις, Εγκυκλοπαίδεια «ΓΙΟΒΑΝΗ».
Η ομοφυλοφιλία στην Αθήνα
Οι «Νόμοι» του Σόλωνα (βιβλίο 5, κεφάλαιο 5, άρθρο 332), είναι αρκετά σαφείς για τις συνέπειες που έχει κάποιος Αθηναίος αν συνάψει σχέση με άντρα:
Αν τις Αθηναίος εταιρήση, με έξεστω αυτω των εννέα αρχόντων γενέσθαι, μηδέ ιερωσύνην ιερώσασθαι, μηδέ συνδικήσαι τω δήμω, μηδέ αρχήν αρχέτω μηδεμιάν, μήτε ενδημον, μήτε υπερόριον, μήτε κληρωτήν, μήτε χειροτονητήν, μηδέ επικυρήκειαν αποστελλέσθω, μηδέ γνώμην λεγέτω, μηδέ εις τα δημοτελή ιερά εισίτω, μηδέ εν ταις κοιναίς σταφονοφορίες σταφανούσθω, μηδέ εντός των της αγοράς περιρραντηριων πορευέσθω.
Εάν δε ταύτα τις ποιή,καταγνωσθέντως αυτού εταιρείν, θανάτω ζημιούσθω.
Δηλαδή, αν κάποιος Αθηναίος συνάψει (ομοφυλοφιλική) σχέση με κάποιον άλλο:
-
Δεν του επιτρέπεται να γίνει μέλος των 9 αρχόντων.
-
Δεν του επιτρέπεται να εκλεγεί ιερέας.
-
Δεν του επιτρέπεται να είναι συνήγορος του λαού.
-
Δεν του επιτρέπεται να ασκήσει κάποια εξουσία, εντός η εκτός της χώρας, κληρωτή ή χειροτονητή.
-
Δεν του επιτρέπεται να σταλεί ως κήρυκας πολέμου.
-
Δεν του επιτρέπεται να εκθέσει τη γνώμη του.
-
Δεν του επιτρέπεται να μπει στους δημόσιους ναούς.
-
Δεν του επιτρέπεται να στεφανωθεί στις δημόσιες στεφανοφορίες.
-
Δεν του επιτρέπεται να παίρνει μέρος στους περιπάτους που γίνονται στην αγορά.
-
Όποιος λοιπόν (πολίτης) έχει καταδικαστεί ως ερωτικός σύντροφος, αλλά ενεργήσει αντίθετα με τις διατάξεις του νόμου, να τιμωρείται με θάνατο.
Ο Αισχίνης αναφέρει επίσης με σαφήνεια το νομοθετικό (απαγορευτικό) πλαίσιο για την ομοφυλοφιλία.
Aισχίνου, Nόμος Aττικού Δικαίου – Kατά Tιμάρχου 12.
Oι διδάσκαλοι να μην ανοίγουν τα σχολεία πρίν ανατείλει ο ήλιος και να τα κλείνουν πριν από την δύση του. Nα μην επιτρέπεται σε όσους έχουν μεγαλύτερη ηλικία από τα παιδιά να εισέρχονται στα σχολεία, όταν υπάρχουν μέσα παιδιά, εκτός αν πρόκειται για τον υιό, τον αδελφό “ή τον γαμπρό του διδασκάλου. Eάν κάποιος παραβεί αυτή την απαγόρευση και εισέλθει στο σχολείο, θα τιμωρείται με την ποινή του θανάτου.
Επίσης οι επί κεφαλής της παλαίστρας να μην επιτρέπουν, επ” ουδενί λόγο, σε κανέναν ενήλικο να κάθεται μαζί με τα παιδιά στις Eορτές του Eρμή. Eάν κάτι τέτοιο συμβεί ο επί κεφαλής της παλαίστρας είναι ένοχος παραβάσεως του νόμου περί διαφθοράς των ελευθέρων παίδων.
Και συνεχίζει ο Αισχίνης:
Aισχίνου, Nόμος Σόλωνος – Kατά Tιμάρχου 16.
Eάν κάποιος ωθήσει σε ασέλγεια ελεύθερο παίδα, να καταγγέλεται ενώπιον των θεσμοθετών από εκείνον που έχει την κηδεμονίαν του παιδός, αφού προηγουμένως αναγράψει στην μήνυση την ποινή που θεωρεί άξια για τον δράστη. Aν δε ο μηνυθείς καταδικασθεί, να παραδωθεί στους ένδεκα και να θανατωθεί αυθημερόν.
Η ομοφυλοφιλία στην Σπάρτη
Ξενοφώντος Λακεδαιμονίων, Πολιτεία II, 13
Ο Λυκούργος, όμως, αντιθέτως προς όλα ταύτα πιστεύων, επεδοκίμαζε μόνον εάν σημαίνων άνθρωπος, θαυμάσας την ψυχικήν αρετήν του παιδιού, προσεπάθει να κάμη αυτόν φίλον με δεσμούς αναμεταξύ των αμέμπτους και να τον συναναστρέφεται, διότι τούτο ενόμιζε μέσον καλλίστης ανατροφής. Εάν, όμως, επαρουσιάζετο κανείς επιθυμών το παιδικόν σώμα, επειδή ο Λυκούργος θεωρούσε τούτο πολύ αναίσχυντον, νομοθέτησε εις την Σπάρτην να απέχουν οι ερασταί από τα αγαπώμενα παιδιά, όπως αποφεύγουν εις αφροδισίους (ερωτικές) σχέσεις οι γονείς από τα τέκνα των και οι αδελφοί από τους αδελφούς των.
Ξενοφώντος Συμπόσιον VIII, 55
Οι Λακεδαιμόνιοι, αντιθέτως, που πιστεύουν ότι το μόνο αν επιθυμήση κανείς το σώμα νέου, αυτός δεν είναι δυνατόν πια να επιτύχη τίποτε το ωραίο και το αγαθό, καθιστούν τους ερωμένους τόσον τελείους αγαθούς, ώστε και αν ακόμη ταχθούν στην μάχη μεταξύ ξένων και όχι στην ίδια πόλη με τον εραστή, εξ΄ίσου από αιδώ δεν εγκαταλείπουν τους συμπολεμιστές των. Γιατί πιστεύουν ως θεά όχι την Αναίδεια, αλλά την Αιδώ.
Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι, Λυκούργος XVII, 4
Οι ερασταί δε των παίδων μετείχον της φήμης αυτών και εις τας δύο περιπτώσεις (δηλαδή της φήμης και επί καλώ και επί κακώ). Και διηγούνται σχετικώς ότι, όταν κάποτε εις παις εξεφώνησε κατά την διάρκεια της μάχης μια απρεπή κραυγή, οι άρχοντες τιμώρησαν δια τούτο τον εραστήν του παιδός.
Ενώ δε ο έρως επεδοκιμάζετο κατ’αυτόν τον τρόπο υπό των Σπαρτιατών, ώστε και αι αγαθαί και ευγενείς γυναίκες να τρέφουν έρωτα προς τας παρθένους, δεν υπήρχεν όμως αντιζηλία εις τας ερωτικάς των σχέσεις, αλλά μάλλον εύρισκον αφορμήν να συνάψουν μεταξύ των στενή φιλία εκείνοι, οι οποίοι είχαν αγαπήσει τους ίδιους παίδας, και κατέβαλλον από κοινού συνεχείς φροντίδες, δια να εξεύρουν τον καλλίτερον τρόπον, με τον οποίον θα ήταν δυνατόν να γίνει άριστος ο υπ’αυτών αγαπώμενος νέος.
Εδώ να αποσαφηνίσουμε ότι ο Πλούταρχος διευκρινίζει ότι:
Ο ψυχικός δεσμός μεταξύ των νέων δεν είχε καμμία σχέση με τις σωματικές επαφές και ότι εστερείτο τα πολιτικά του δικαιώματα δυνάμει νόμου όποιος προσπαθούσε να ασελγήσει εις βάρος άλλου.
«Εράν των την ψυχήν σπουδαίων παίδων εφείτο ο δε εγκληθείς ως επ’αισχύνη πλησιάζων άτιμος διά βίου ην» (Λακεδ.Επιτηδ. 7, 237c).
Ανάλογη μαρτυρία καταθέτει και ο Μάξιμος ο Τύριος στο έργο του «Διαλέξεις»:
Θαυμάζει κάποιος άνδρας Σπαρτιάτης έναν έφηβο Λάκωνα, αλλά τον θαυμάζει μόνον όπως θαυμάζουμε ένα πολύ όμορφο άγαλμα και ένα πολλοί άλλοι, ένας πολλούς. Διότι η σωματική απόλαυσις που προέρχεται από την ΥΒΡΙ δεν επιτρέπεται μεταξύ τους.
Τέλος, αναφορικά με την Σπάρτη, ας δούμε και την μαρτυρία του Αιλιανού στο έργο του «Ποικίλη Ιστορία» III, 12, όπου λέει χαρακτηριστικά:
Ο Σπαρτιατικός έρωτας δεν είχε σχέση με αισχρότητες εάν ποτέ κάποιος έφηβος επεχείρησε να ασελγήσει εις βάρος άλλου, δεν συνέφερε σε κανέναν από τους δύο να καταντροπιάσουν την Σπάρτη. Σε τέτοια περίπτωση, ή εξωρίσθηκαν ή και κάτι χειρότερο, έχασαν την ζωή τους.
Το «Συμπόσιον» του Πλάτωνα
Ο Πλάτων, και πιο συγκεκριμένα, το έργο του «Συμπόσιο», αποτελεί ουσιαστικά το μέγα επιχείρημα όσων υποστηρίζουν ότι οι Έλληνες ήσαν στην πλειοψηφία τους ομοφυλόφιλοι ή και παιδεραστές.
Ο λόγος που επελέγη η αναφορά στον Πλάτωνα να γίνει στο τελευταίο μέρος της ομιλίας και όχι στην αρχή -μια που όπως αναφέρθηκε, από τον Πλάτωνα ουσιαστικά ξεκινά η πηγή των όλων κατηγοριών και χαρακτηρισμών- είναι πολύ συγκεκριμένος.
Αν κάποιος, έχοντας πλήρη άγνοια της νομοθεσίας της αρχαίας Αθήνας αλλά και της Σπάρτης, αν κάποιος δίχως να μελετήσει προσεκτικά την εν γένει κοινωνική συμπεριφορά των αρχαίων Ελλήνων, διαβάσει το «Συμπόσιο» και δίχως να έχει υπόψη του τα άλλα έργα του Πλάτωνος -ιδίως τους «Νόμους» και την «Πολιτεία»- τότε είναι πιθανόν να του δημιουργηθεί η εντύπωση ότι πράγματι οι Έλληνες θεωρούσαν την ομοφυλοφιλία και την παιδεραστία ως μέγα αγαθό.
Και έχοντας πάντα κατά νου ότι οι περισσότερες εκδόσεις που κυκλοφορούν δεν είναι παρά μεταφράσεις όχι από το αυθεντικό κείμενο αλλά από την απόδοση των αρχικών γραπτών στην αγγλική κυρίως γλώσσα, με αποτέλεσμα να υφίσταται ήδη μια σημαντική παραποίηση λόγω τεράστιας διαφοράς εννοιολογικής, ετυμολογικής και ερμηνευτικής δυναμικότητος μεταξύ της αρχαιοελληνικής γλώσσας και της αγγλικής.
Έτσι λοιπόν, για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε ορθώς τα γραπτά του Πλάτωνα και τις θέσεις του για το συγκεκριμένο ζήτημα -ιδίως τα έργα του «Συμπόσιο» και «Φαίδρος»- θα πρέπει να γνωρίζουμε τόσο την νομοθεσία όσο και την κοινωνία στην οποία έζησε και έδρασε ο Πλάτων.
Και βέβαια δίχως να αγνοήσουμε τους «Νόμους» του, που αποτελούν -όσο και αν ενοχλεί αυτού κάποιους- το σημαντικότερο έργο του Πλάτωνος.
Με αυτά υπ” όψιν θα ξεκινήσουμε την πορεία μας προς την ορθή ερμηνεία και κατανόηση του ζητήματος περί ομοφυλοφιλίας στην Αρχαία Ελλάδα, με την παράθεση της νομοθεσίας.
Ο Πλάτων στους «Νόμους», καταδικάζει απερίφραστα ως αφύσικο τον σαρκικό έρωτα μεταξύ αρρένων:
Πλάτωνος Νόμοι 636.
Εννοητέον ότι τη θηλεία και τη των αρρένων φύσει εις κοινωνίαν ιούση της γεννήσεως ή περί ταύτα ηδονή κατά φύσιν αποδεδόσθαι δοκεί, αρρένων δε προς άρρενας ή θηλέων προς θηλείας παρά φύσιν.
Δηλαδή:
Είναι λοιπόν κατανοητό ότι η φύσις ωθεί τα θηλυκά να είναι σε επαφή με τα αρσενικά από την γέννησή τους, και η ηδονή σε αυτά είναι φανερό ότι έχει δοθεί σύμφωνα με την φύσιν, ενώ (η επαφή) των αρσενικών με τα αρσενικά και θηλυκών με τα θηλυκά ενάντια στην φύσιν (παρά φύσιν).
