του Σάββα Καλεντερίδη
Η Ελλάδα στη διάρκεια του 20ού αιώνα, σε όλες τις κρίσιμες φάσεις της Ιστορίας, βρέθηκε να είναι πάντα ένα βήμα μπροστά από την Τουρκία, όσον αφορά τα κρίσιμα οπλικά συστήματα που θα έκριναν έναν μεταξύ τους πόλεμο.
Για παράδειγμα, το θωρηκτό Αβέρωφ, το οποίο παρεμπιπτώντως «αποθέωσαν» οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης και τις Βόρειας Ελλάδας στη διάρκεια της παραμονής του στο λιμάνι της συμπρωτεύουσας –οι επισκέπτες ξεπερνούν τους 50.000– ήταν αυτό που εξασφάλισε το θαλάσσιο έλεγχο στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και την απελευθέρωση των νησιών του Βορείου Αιγαίου.
Στη συνέχεια, η Ελλάδα είχε μια υποδειγματική στρατιωτική προετοιμασία και συμμετείχε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, επιδεικνύοντας αξιοθαύμαστη πολεμική δεινότητα έναντι της ισχυρότερης Ιταλίας, με τις γνωστές συνέπειες στην επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα» και την επακολουθήσασα ήττα των δυνάμεων του Χίτλερ από τους Ρώσους αλλά και από τον «στρατηγό Χειμώνα».
Το 1974, όταν η Τουρκία έκανε την στημένη αποβίβαση και όχι απόβαση στην Κύπρο, η Ελλάδα διέθετε πιο εξελιγμένα οπλικά συστήματα, ήτοι τέσσερα υπερσύγχρονα υποβρύχια 209/1100, υπερσύγχρονα για την εποχή μαχητικά F-4 (Φάντομ), βομβαρδιστικά αεροσκάφη F-84F Thunderstreak και γαλλικά άρματα μάχης ΑΜΧ-30, με τα οποία θα μπορούσε αφ’ ενός μεν να αποτρέψει την αποβίβαση στην Κύπρο και αφ’ ετέρου να βγει νικήτρια από έναν γενικεύμενο ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Το γιατί είχε την συγκεκριμένη κατάληξη η εισβολή στην Κύπρο, δεν σχετίζεται με την μαχητική ισχύ των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.

