Είναι βαθειά πεποίθηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ότι κάθε εποχή έχει τους δικούς της Αγίους και ότι δεν υπάρχει εποχή χωρίς Αγίους.
Ο Άγιος της κάθε εποχής είναι η ζωντανή απόδειξη και κατάδειξη της Χάριτος του Χριστού, της αγάπης του Πατρός και της κοινωνίας του Αγίου Πνεύματος εν τόπω και χρόνω, ανάμεσά μας.
Όταν ένας Άγιος φεύγει από τον κόσμο αυτό για την ουράνια κατοικία του, αφήνει στην γενιά που τον γνώρισε το προνόμιο του Ιωάννου του Ευαγγελιστού. Να μπορεί η γενιά αυτή να αναφωνεί το «όν ακηκόαμεν, όν έωρακαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ον εθεασάμεθα, και αι χείρες ημών εψηλάφησαν» (Α΄Ιω. 1,2).
Αυτή ήταν η δική μας γενιά που γνώρισε τους τρεις Γέροντες Ιάκωβο, Πορφύριο και Παΐσιο, επισήμως κατεταγμένους πια στο Αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Οι περισσότεροι από εμάς ήμασταν μαθητές δημοτικού, γυμνασίου, λυκείου και φοιτητές όταν τους επισκεφθήκαμε για να πάρουμε την ευχή τους.
Λίγα κατανοούσαμε από τους λόγους και την προσωπικότητά τους.
Πηγαίναμε σε αυτούς είτε με την οικογενειακή προτροπή είτε εξ αιτίας της φήμης που είχαν αποκτήσει οι Άγιοι μέσα στην Εκκλησία, τον λαό του Θεού.
Πηγαίναμε κι εμείς συνήθως επειδή πήγαιναν και όλοι οι άλλοι.
Ορισμένες, λίγες φορές βρήκαμε την ευκαιρία να εκμυστηρευθούμε σε κάποιον από τους τρεις Αγίους τους εφηβικούς λογισμούς μας και λάβαμε πνευματική ανάπαυση και πολύτιμες συμβουλές, τις οποίες συνήθως δεν κατορθώναμε να ακολουθήσουμε.
Φυλάχθηκαν όμως στον νου και την καρδιά μας ως πολύτιμη παρακαταθήκη και «εμφανίστηκαν» μπροστά μας όταν οι δυσκολίες της ζωής το απαίτησαν.
Περισσότερο παίρναμε ένα μερίδιο της Χάρης τις λίγες στιγμές που βρεθήκαμε δίπλα τους.
Χάρη και χαρά ανεξήγητη.
Ο χρόνος σταματούσε.
Η βιοτική μέριμνα έμπαινε αβίαστα στο περιθώριο.
Οι λογισμοί και οι σκέψεις για το άτομό μας υποχωρούσαν.
Τα προβλήματά μας εκείνη την ώρα δεν μας απασχολούσαν.
Υπήρχε μία αίσθηση αιωνιότητας.
Ότι αυτό που ζούσαμε εκεί θα συνέχιζε για πάντα.
Όταν όμως αποχωρούσαμε η αίσθηση αυτή υποχωρούσε και σε μικρό χρονικό διάστημα προσγειωνόμασταν άλλες φορές ομαλότερα κι άλλες όχι τόσο στην σκληρή πραγματικότητα της ρουτίνας μας.
Την ρουτίνα όχι μόνο την δική μας αλλά και όλων των υπολοίπων συν-ανθρώπων μας των εγγύς και των μακράν.
Είναι όλοι εκείνοι για τους οποίους ακούμε κάθε μέρα και εκείνοι οι πιο κοντινοί.
Αυτούς τους τελευταίους τους ακούμε, τους βλέπουμε και τους ψηλαφούμε σε σημείο που να τους συνηθίζουμε, να τους βαριόμαστε, να μας είναι ενοχλητικοί, να τους θεωρούμε εμπόδια ή ακόμη και να τους μισούμε.
Και όλα αυτά χωρίς να έχουμε εξ αρχής κάποια κακή πρόθεση, τουναντίον μπαίνουμε όλοι στον αγώνα της ζωής με τις καλύτερες προθέσεις και με την επιθυμία της προόδου και της παραγωγικότητας.
Ο χρόνος ωστόσο και η πραγματικότητα μας διαψεύδουν.
Δεν παίρνουμε αυτό που θέλουμε ή αυτό που πιστέψαμε ότι μας αξίζει.
Απογοητευόμαστε από τους άλλους.
Ιδιαιτέρως από αυτούς που τους έχουμε πολύ ψηλά στην εκτίμησή μας.
Δεν μας παρέχουν την αίσθηση και την ανάπαυση που αποζητούμε και που όσο περνούν τα χρόνια την έχουμε περισσότερη ανάγκη.
Η ανάμνηση της προσωπικής επαφής μας με τους Αγίους, τους τρεις Αγίους της γενιάς μας, Πορφύριο, Παΐσιο και Ιάκωβο καθίσταται απόμακρη για την κατάστασή μας.
Αυτό πολλές φορές μας στενοχωρεί, ενίοτε και μας σκανδαλίζει.
Γιατί αυτοί οι Άγιοι να μην είναι συνεχώς μαζί μας;
Γιατί να μην μα στέλνουν, έστω και για λίγο, ένα μικρό κύμα Χάριτος από αυτό που παίρναμε όταν στην νεότητά μας τους προσεγγίζαμε;
Γιατί μας εγκαταλείπουν να τα βγάλουμε μόνοι πέρα σε μια πραγματικότητα που γίνεται ολοένα πιο σκληρή, στερημένοι από κάθε αίσθηση της δικής τους μακαριότητας;
Αναφέραμε στην αρχή ότι κάθε εποχή και γενιά έχει τους δικούς της Αγίους.

