Το Πολεμικό Ναυτικό έχει σήμερα την τιμητική του. Γιορτάζει τον προστάτη Αη Νικόλα. Τον προστάτη που του έχει εξασφαλίσει να είναι “αήττητο” στην πολύχρονη, ένδοξη ιστορία του.
Άρρηκτα συνυφασμένη με το υγρό στοιχείο και τη θάλασσα είναι η ιστορία του Πολεμικού μας Ναυτικού. Έχει αναδειχθεί κυρίαρχο σε θάλασσες και πελάγη και ιδιαίτερα στο Αιγαίο, μια θάλασσα που οι ναυτικοί μας την γνωρίζουν όπως την παλάμη τους. Κι αυτό είναι κάτι που κανείς άλλος όσα πλοία ,όσα όπλα, όσα τεχνάσματα και “πονηριές” κι αν κάνει δεν πρόκειται ποτέ να το αποκτήσει.
Η μάχη με τα κύματα είναι πολύ δύκολη. Μόνο οι ναυτικοί μπορούν να το καταλάβουν. Να δαμάσεις το υγρό στοιχείο της φύσης συχνά μοιάζει αδύνατο. Και είναι η πίστη στον Αη Νικόλα που πολλές φορές δίνει δύναμη στο ναυτικό. Ακόμη και σ΄ αυτούς που δεν έχουν πολλά πολλά με τη θρησκεία.
Καθημερινά, οι Έλληνες ναυτικοί, εκτός από το να φυλάνε τις “υδάτινες πύλες” τους Έθνους, καλούνται να στηρίξουν και όλους τους ακρίτες στα νησιά μας.
Μέσα στον δύσκολο και διαρκή αγώνα του θαλασσινού με τα στοιχεία της φύσεως, ο Έλληνας ναυτικός ένιωσε την ανάγκη για προστασία από κάποια ανώτερη δύναμη, η οποία μέσω της βαθιάς του πίστης εκφράστηκε στην θεία μορφή του Αγίου Νικολάου.
Γι αυτό κι η εικόνα του Αγίου Νικολάου συντροφεύει τις γέφυρες όλων των πολεμικών και εμπορικών πλοίων σε ώρες γαλήνης και φουρτούνας.
Το σποτ του ΓΕΝ για την εορτή του Αγίου Νικολάου
Το θαύμα του Αγίου Νικολάου
Κάποτε ο Άγιος αποφάσισε να ταξιδέψει με πλοίο στους Άγιους Τόπους, για να προσκυνήσει.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ξέσπασε θαλασσοταραχή, με αποτέλεσμα πλήρωμα και επιβάτες να πανικοβληθούν. Ο Άγιος όμως δεν έχασε την πίστη του, προσευχήθηκε στον Θεό και η θάλασσα ηρέμησε.
Λέγεται δε, ότι ένας ναυτικός γλίστρησε, έπεσε από το κατάρτι και σκοτώθηκε. Όμως ο Νικόλαος προσευχήθηκε θερμά και ο ναυτικός αναστήθηκε.
O βίος του Αγίου Νικολάου
Ο Άγιος Νικόλαος, γεννήθηκε τον 3ο αιώνα μ.Χ. στα Πάταρα της Λυκίας, από γονείς ευσεβείς και πλουσίους και έδρασε την εποχή των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού (284 – 304 μ.Χ.), Μαξιμιανού (286 – 305 μ.Χ.) και Μεγάλου Κωνσταντίνου.