Η ομιλία του γενικού διευθυντή της ΓΔΑΕΕ, αντιναυάρχου εν αποστρατεία Κυριάκου Κυριακίδη, στο συνέδριο του EXPOSEC που βρίσκεται σε εξέλιξη, ήταν αρκούντως αποκαλυπτική και αξίζει να παρατεθεί ολόκληρη…
Κυρίες και Κύριοι,
Ο κόσμος διανύει μία περίοδο αναζήτησης νέων ισορροπιών. Μία περίοδο μεταβατική, κατά την οποία παραδοσιακές και αναδυόμενες δυνάμεις διαγκωνίζονται και ενίοτε συγκρούονται δι’ αντιπροσώπων, για την εξασφάλιση του μεγαλύτερου δυνατού μεριδίου από την ανακατανομή της ισχύος και των ζωνών επιρροής. Τα ανωτέρω αντικατοπτρίζονται με σαφήνεια στους αμυντικούς προϋπολογισμούς των δυνάμεων αυτών αλλά και των περιφερειακών συμμάχων τους.
Η ένταση της αμυντικής προσπάθειας κάποιων από τις χώρες αυτές, επιτείνει το δίλημμα ασφαλείας και αυξάνει την καχυποψία εκείνων των γειτόνων τους οι οποίοι υπέστησαν κατά καιρούς την επιθετικότητα από μέρους τους. Πυροδοτείται έτσι, κατά περίπτωση, μία κούρσα εξοπλισμών. Ενδεικτικό είναι ότι από το 2014 καταγράφεται μία ολοένα αυξανόμενη αμυντική αγορά, με άνοδο ακόμη και 2,5% το 2017.
(adsbygoogle = window.adsbygoogle || []).push({});
Το γεγονός αυτό έχει πολλαπλές αναγνώσεις. Από την πλευρά της αμυντικής βιομηχανίας μεταφράζεται ως μία ευκαιρία για την διεκδίκηση και απόκτηση μεριδίου από την πίτα των πωλήσεων ενώ από πλευράς της Γενικής Διεύθυνσης Αμυντικών Εξοπλισμών και Επενδύσεων(ΓΔΑΕΕ), ως μια ευκαιρία για την αναζωογόνηση ενός τμήματος της ελληνικής παραγωγικής βάσης, την τόνωση των εξαγωγών και την εξασφάλιση της ασφάλειας εφοδιασμού των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Τίποτα από τα παραπάνω δεν αποτελεί εύκολο στόχο.
Το διεθνές περιβάλλον στην αμυντική αγορά εκτιμάται ως μάλλον κορεσμένο. Στον δυτικό κόσμο έχει από καιρό ολοκληρωθεί ένας κύκλος εξαγορών και συγχωνεύσεων, που οδήγησε στην δημιουργία μεγάλων εταιρειών, οι οποίες προσφέρουν ολοκληρωμένα προϊόντα ανεπτυγμένα καθ’ ολοκληρία «in-house». Κατά κύριο λόγο, τα εν λόγω προϊόντα και δυνατότητες χαρακτηρίζονται από υψηλό Κόστος Κύκλου Ζωής, αποτέλεσμα της τεχνολογίας αιχμής την οποία ενσωματώνουν.
Τους παραδοσιακούς «μεγα-παίκτες» πλαισιώνουν μικρότερες εταιρείες, οι οποίες προσφέρουν ως επί το πλείστον μη ιδιαίτερα υψηλής τεχνολογίας λύσεις και προϊόντα, σε προσιτό κόστος. Αυτές πολλαπλασιάστηκαν τα τελευταία χρόνια, με την εμφάνιση εταιρειών από αναπτυσσόμενες χώρες, στοχεύοντας κατά κύριο λόγο στο μεσαίο προς χαμηλό κομμάτι των απαιτήσεων.

Σε θεωρητικό επίπεδο, η επιβίωση μίας μικρο-μεσαίας επιχείρησης σε ένα τέτοιο άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον θα ήταν αβέβαιη, ενώ η είσοδος νέων εταιρειών, μάλλον, επιχειρηματικά ριψοκίνδυνη.
Υπό το πρίσμα αυτό, το μέλλον της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας, η οποία απαρτίζεται από μικρές ή και μικρο-μεσαίες επιχειρήσεις, δεν θα πρέπει να θεωρείται ως ευοίωνο, ιδιαίτερα δε καθώς ο κύριος πελάτης στον οποίον κάποιες από αυτές επιμένουν να προσβλέπουν, έχει θέσει ως πρώτη προτεραιότητα την ικανοποίηση των πιεστικών επιχειρησιακών αναγκών του. Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη νέων προϊόντων για τον εμπλουτισμό της προσφερόμενης γκάμας απαιτεί κεφάλαια τα οποία είναι δυσεύρετα σε εθνικό πλαίσιο.
Σε αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον, η λύση δεν μπορεί να είναι άλλη από την διαφοροποίηση, τον εντοπισμό και την κάλυψη νέων μεριδίων της αγοράς, καλύπτοντας εκείνους τους τομείς οι οποίοι βρίσκονται σε αρχικό στάδιο. Ακόμα καλύτερα, η λύση βρίσκεται στην δημιουργία νέων τομέων.
Ένα νέο μοντέλο επιχειρηματικότητας πρέπει να κυριαρχήσει, αυτό των νεοφυών επιχειρήσεων, οι οποίες θα μετατρέψουν την ευελιξία που τους προσφέρει το μέγεθός τους, στο συγκριτικό τους πλεονέκτημα έναντι των καταξιωμένων εταιρειών του χώρου. Εταιρειών που θα δημιουργήσουν μεταξύ τους ένα πλέγμα συνεργιών και συνεργασιών, το οποίο ολοένα θα μετασχηματίζεται, θα εμπλουτίζεται, θα διευρύνεται και θα πυκνώνει.
Τα ανωτέρω ισχύουν, στον βαθμό που τους αναλογεί, και στις υπάρχουσες αμυντικές βιομηχανίες. Στο σημείο αυτό πρέπει να κάνω έναν διαχωρισμό μεταξύ των κρατικών και των ιδιωτικών αμυντικών βιομηχανιών. Οι τελευταίες, επιτυχημένες κατά τεκμήριο, δεν πρέπει να εφησυχάζουν και να επαναπαυθούν στις επιτυχίες και την αναγνωρισιμότητα την οποία έχουν πετύχει. Τα στοιχεία που τους έδωσαν ώθηση και επιτυχία πρέπει να διαφυλαχθούν.
Για τις δε κρατικές, η πολιτεία θα πρέπει με τολμηρές λύσεις να τις βοηθήσει να απομακρυνθούν από τις πρακτικές εκείνες που τις οδήγησαν, κατά περίπτωση, στην παρούσα απαξίωση. Θεωρούμε απαραίτητο η κρατική βιομηχανία να ενδυναμωθεί και να σύρει το άρμα της αμυντικής βιομηχανίας, στο οποίο θα συνδεθούν πολλές μικρές επιχειρήσεις για να μπορέσουν να εξελιχθούν σε μεσαίες. Σε αυτό το θέμα όμως θα επανέλθω προς το τέλος της τοποθέτησής μου.
