Κείμενο Αίθων – Οδυσσεύς Ναρλής
Προϊστάμενος Τομέα Αεροδιαστημικών Εφαρμογών
πρώην Διευθυντής Τεχνολογίας, Έρευνας & Ανάπτυξης της Γενικής Διεύθυνσης Εξοπλισμών
Μετά από 8 και πλέον έτη συνεχούς λιτότητας, οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις (ΕΕΔ) πρέπει να πάρουν πολύ σοβαρές αποφάσεις αν θέλουν να συνεχίσουν να επιχειρούν αποτελεσματικά με σκοπό την προάσπιση της εθνικής ακεραιότητας και των συμφερόντων του Ελληνισμού στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ιδιαίτερα το ΠΝ και η ΠΑ, πρέπει πάση θυσία να συνεχίσουν να έχουν αποτρεπτική ισχύ ενάντια στην Τουρκία, η οποία έχει δείξει πλέον ανοιχτά το τυχοδιωκτικό της πρόσωπο, καθώς αμφισβητεί απροκάλυπτα πλέον την υπεροχή της ΠΑ και του ΠΝ, μετά από 20 χρόνια προμηθειών και ενός μαζικού προγράμματος εγχώριας ανάπτυξης και παραγωγής οπλικών συστημάτων.
Αυτό που επιζητεί η Τουρκία πέραν πάσης αμφιβολίας είναι η σταδιακή κατοχή και εν συνεχεία προσάρτηση των εδαφών που έχει απολέσει κατά τον XIXο και τις αρχές του XXού αιώνα.
Αυτό γίνεται πιο πιεστικό γι’ αυτήν, όσο ανακαλύπτονται ενεργειακοί πόροι και η δυνατότητα εκμετάλλευσής τους μία πραγματική προοπτική.
Αυτό, πέραν της γεωπολιτικής αναβάθμισης, δημιουργεί πλούτο και φαίνεται να έχει διεγείρει το «DNA του πλιάτσικου» της νέο-Οθωμανικής ηγεσίας της Τουρκίας, μια παράδοση που κατά τα φαινόμενα την έχουν κληρονομήσει μέχρι και σήμερα από τους Οθωμανούς προγόνους τους.
Αυτά δεν είναι φαντασία αλλά συμπεράσματα που προκύπτουν από τους χάρτες για τις ΑΟΖ που θεωρεί η Τουρκία δικαιωματικά δικές της.[1]
Πέραν αυτού όμως, ο πρώην γενικός γραμματέας του τουρκικού Υπουργείου Άμυνας Συνταγματάρχης ε.α. Ümit Yalım, έχει προσφάτως δημοσιεύσει άρθρο σύμφωνα με το οποίο διεκδικεί τα 3/4 της Κρήτης, την Γαύδο και τα γύρω νησιά και βραχονησίδες ως ανήκουσες δικαιωματικά στην Τουρκία.
[2-4] Αυτά πρέπει να αφυπνίσουν την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Ελλάδος.
Αδιαμφισβήτητα η Τουρκία είναι έτοιμη και πρόθυμη να καταληστέψει οποιαδήποτε πηγή πιθανού πλούτου που δεν της ανήκει, διεκδικώντας γεωγραφικές περιοχές και δικαιώματα, προβάλλοντας οποιοδήποτε ανεκδιήγητο και απίστευτο επιχείρημα, υπό την προϋπόθεση πάντα ότι η ισορροπία δυνάμεων την ευνοεί, εφόσον είναι προφανές ότι η μόνη γλώσσα που καταλαβαίνει η Τουρκία είναι αυτή της ωμής βίας.
Θα μπορούσε το ίδιο να πράξει διεκδικώντας το κοίτασμα Zor της Αιγύπτου, όμως δεν την παίρνει, διότι εκεί κυβερνάει ένας Al-Sisi χωρίς φοβικά σύνδρομα και ιδεοληπτικές αγκυλώσεις και διαθέτει και την βούληση να χρησιμοποιήσει τα αεροσκάφη Rafale και τα σύγχρονα πολεμικά πλοία FREMM, GOWIND και Mistral που διαθέτει.
Για να αποτρέψει τον τουρκικό επεκτατισμό και τυχοδιωκτισμό, η Ελλάδα πρέπει να προβεί σε ένα εκτενές πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των ΕΕΔ, που με μια πρώτη ματιά δεν φαίνεται ρεαλιστικό εγχείρημα υπό τις σημερινές δημοσιονομικές συνθήκες.
Όμως δεν πρέπει κανείς να ξεχνάει ότι το διακύβευμα είναι η εδαφική ακεραιότητα της χώρας και η ελευθερία μέρους των Ελλήνων πολιτών και αυτό πρέπει τούτη την στιγμή να αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα.
Η Ελλάδα και η Τουρκία ακολούθησαν μέχρι σήμερα διαφορετικές πολιτικές στις αμυντικές προμήθειες.
Η Ελλάδα συνέχισε να προμηθεύεται ως «recipient country» ενώ η Τουρκία σταδιακά μετατράπηκε σε σχεδόν αυτάρκες κράτος σε αμυντικό υλικό και σε κράτος προμηθευτή, εφόσον παράγει μεγάλο μέρος του εξοπλισμού της εγχώρια με δική της τεχνολογική και γνωσιακή προστιθέμενη αξία και με εξαγωγικές επιτυχίες.
Η Τουρκία τα κατάφερε σ’ αυτόν τον τομέα, επειδή ακολούθησε μία μακρόπνοη και συνεπή πολιτική στην απόκτηση τεχνολογίας και εξασφάλιση της εγχώριας παραγωγής και εγχώριας ανάπτυξης κρίσιμων υποομάδων όπλων.
Επέβαλε κάθε οπλικό σύστημα που προμηθευόταν από το εξωτερικό να συνοδεύεται με την απαραίτητη τεχνική βιβλιογραφία και τις σχεδιαστικές τεκμηριώσεις, δεσμεύοντας πάντα γι’ αυτά τους ξένους προμηθευτές σε κάθε διεθνή προμήθεια με ανάλογες ανελαστικές υποχρεώσεις.
Η σημαντικότερη όμως μεταρρύθμιση στην επιτυχή διατήρηση αυτής της πολιτικής ήταν η απόφαση της τουρκικής κυβερνήσεως να διαθέσει την πλειοψηφία των μετοχών των κρατικών αμυντικών βιομηχανιών στο Μετοχικό Ταμείο των Ενόπλων Δυνάμεων, ώστε οι Τούρκοι αξιωματικοί να έχουν οικονομικό συμφέρον μέσω μερισμάτων και συνεπώς να υποστηρίξουν τις δικές τους βιομηχανίες και να έχουν κάθε συμφέρον να τις διατηρούν υγιείς.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, η Τουρκία πέτυχε να μειώσει δραστικά τις περιπτώσεις διαφθοράς τις γνωστές και ως «μπαχσίσι».
Το αποτέλεσμα για την Ελλάδα και για την Τουρκία αυτών των πολιτικών, ήταν εκείνη του λαγού έναντι της χελώνας (στον Μύθο του Αισώπου) αντίστοιχα, εφόσον η Ελλάδα βασιζόμενη στην καλύτερη οικονομική τότε κατάσταση σε σχέση με την Τουρκία ξεκίνησε πολύ πιο δυναμικά για να ανακτήσει γρήγορα υπεροχή χωρίς να υπολογίζει ότι αφού δεν έχει δική της προστιθέμενη αξία, τα χρήματα θα στέρευαν πολύ πιο γρήγορα σε σχέση με την Τουρκία η οποία με τις επενδύσεις στην αμυντική της βιομηχανία δημιουργούσε πλούτο (Εικόνα 1).
Εικόνα 1: Η κούρσα των εξοπλισμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, με την τελευταία να διατηρεί δυνάμεις εφόσον παράγει πλούτο επενδύοντας στην αμυντικής βιομηχανία.
Το ότι η άμυνα παράγει πλούτο έχει αναδειχθεί παλαιότερα και από δημοσιεύσεις του Fabrice Wolf, πρώην πιλότου της Γαλλικής Αεροπορίας Ναυτικού[5-7] αποδεικνύοντας ότι η δαπάνη για την πιθανή απόκτηση φρεγατών Belh@ra-FTI από το ΠΝ, όπως και σύγχρονων αεροσκαφών από την Γαλλική Πολεμική Αεροπορία και την Aeronavale, μπορεί να είναι πολύ μικρότερη από εκείνη που εμφανίζεται σε πρώτο πλάνο.
Ειδικότερα, για την περίπτωση απόκτησης φρεγατών από το ΠΝ, ο κ. Wolf προτείνει το Γαλλικό κράτος να επιδοτήσει τις προμήθειες κατά 50%, εφόσον αυτό το ποσό θα επιστραφεί στο Γαλλικό κράτος ως έσοδα από τους φόρους και τις εισφορές που θα προκύψουν με τις νέες θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν.
Στην Ελλάδα, υπάρχει μια συνεχής και νεφελώδης συζήτηση και ιδιαίτερη αμφισβήτηση από τα Γενικά Επιτελεία και γενικότερα από την πολιτική ηγεσία, για το κατά πόσο συμφέρει να σχεδιάζουμε και να παράγουμε οπλικά συστήματα σε σχέση με το να τα αγοράζουμε.
Σήμερα, αυτή η συζήτηση συμπεριλαμβάνει αν θα πρέπει να συμμετέχουμε ή όχι στις κοινοπραξίες του MALE-RPAS και του FCAS, σε σχέση με την παραδοσιακή τακτική του «λεφτά υπάρχουν, θα αγοράσωμεν, θα αγοράσωμεν, θα αγοράσωμεν…», η οποία θέλει η προμήθεια να γίνεται όταν είναι αυτά έτοιμα επιχειρησιακά ή όποια άλλα υπάρχουν στην αγορά.
Όλα τα παραπάνω, διανθίζονται με μια περίεργη αντίληψη σε ορισμένους επιτελείς, ότι οι ΕΕΔ δεν πρέπει να ενδιαφέρονται για την οικονομία της χώρας αλλά να έχουν γρήγορα ανά πάσα στιγμή όποιο οπλικό σύστημα απαιτηθεί και ότι μέλημα των Γενικών Επιτελείων πρέπει να είναι η εύρυθμη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς!
Επειδή όμως «λεφτά δεν έχουμε και πρέπει να σκεφτούμε» (Ernst Rutherford) και επειδή δεν υπάρχει ποσοτικοποιημένη μελέτη για το τι προσφέρει η εγχώρια παραγωγή οπλικών συστημάτων στην οικονομία και στην άμυνα, αποφάσισα να «τρέξω» σαν case studies τις περιπτώσεις του MALE-RPAS και του FCAS, καθόσον αυτά τα δύο αντικείμενα είναι ζέοντα για τα Γενικά Επιτελεία, λόγω της κινητικότητας που παρουσιάζουν στην Ευρώπη.
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΓΧΩΡΙΑΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
Βάσει ενός διεθνώς αναγνωρισμένου μοντέλου (τουλάχιστον αυτό ισχύει στην Ευρώπη) για κάθε 1 εκατ. € που επενδύεται στην αμυντική βιομηχανία, σαν συμβόλαιο από το κράτος, το 50% πάει σε κόστος μισθοδοσίας, το 35% σε συμβόλαια σε υποκατασκευές και προμηθευτές και 15% σε λειτουργικά έξοδα και επιχειρηματικό κέρδος.
Δεδομένου ότι η μέση ετήσια μισθολογική δαπάνη μίας Ελληνικής επιχείρησης για κάθε εργαζόμενο είναι 21.000 € (σύμφωνα με τον ΣΕΒ και το OECD) τότε κάθε συμβόλαιο ύψους 1 εκατ. € στην αμυντική βιομηχανία δίνει δουλειά σε 24 εργαζομένους (24 άμεσες θέσεις εργασίας = 500.000 €/ε÷21.000 €/ε).
Η αμυντική βιομηχανία θα αναθέσει συμβόλαια υποκατασκευαστικού έργου σε υποκατασκευαστές και αυτοί στους δικούς τους προμηθευτές κ.ο.κ δημιουργώντας επί πλέον 21 έμμεσες θέσεις εργασίας.
Αυτοί οι συνολικά 45 εργαζόμενοι, θα ενισχύσουν την κατανάλωση και σύμφωνα με την μέση αγοραστική δύναμη θα προκαλέσουν επί πλέον 19 συνοδές θέσεις εργασίας στις επιχειρήσεις κατανάλωσης.
Ως εκ τούτου, συμβόλαιο ύψους 1 εκατ. € και διάρκειας ενός έτους στην αμυντική βιομηχανία, δημιουργεί στην Ελλάδα 64 θέσεις εργασίας.
Δεδομένου ότι ο μέσες ετήσιες μισθολογικές απολαβές είναι 16.800 €, κάθε θέση εργασίας αποδίδει στο Ελληνικό κράτος τα παρακάτω έσοδα:
Εργοδοτικές εισφορές: 4.200 € (25% των 16.800 €).
Ατομικές εισφορές: 2.520 € (15% των 16.800 €).
Φόρος εισοδήματος: 1.570 € (11% του καθαρού εισοδήματος των 14.280 €).
ΦΠΑ: 2.500 € από την κατανάλωση.
Εξοικονόμηση δαπανών ανεργίας: 5.000 €, εφόσον για κάθε εργαζόμενο που εγκαταλείπει την δεξαμενή της ανεργίας το κράτος εξοικονομεί το ποσό αυτό κάθε χρόνο.
Συνολικά λοιπόν, κάθε εργαζόμενος αποδίδει στο κράτος το σύνολο των παραπάνω, ήτοι 15.790 €. Άρα 64 θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν από ένα συμβόλαιο ύψους 1εκατ. €/ε θα αποδώσουν στο κράτος το ποσό του 64 x 15.790 € = 1.010.000 €!
Τούτο σημαίνει ότι για κάθε 1 εκατ. € που το Ελληνικό κράτος θα δαπανήσει στην Έρευνα & Ανάπτυξη οπλικού συστήματος και στην παραγωγή οπλικού συστήματος, θα το εισπράξει εξ ολοκλήρου και θα αποκτήσει το οπλικό σύστημα τζάμπα!
Για να γίνει κατανοητό σε όλους τι κερδίζει η Ελλάδα με αυτήν την διαδικασία και τι έχασε ως τώρα μην αναθέτοντας εξοπλιστικά προγράμματα στην Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία (ΕΑΒΙ) διαβάστε παρακάτω τι συμβαίνει σ’ ένα σύντομο παράδειγμα που ακολουθεί:
Έστω ένα σύστημα κατεύθυνσης βομβών με ακτίνες laser κατηγορίας Paveway-IV, ότι κοστίζει στην διεθνή αγορά 20.000 € και η ΠΑ θέλει 1.000 κομμάτια. Για να αγοράσει, θα πρέπει να δαπανήσει (εξαγόμενο συνάλλαγμα) 20 εκατ. €.
Αν ωστόσο, αποφάσιζε να αναθέσει την ανάπτυξη του όπλου στην ΕΑΒ έναντι 5ετούς συμβολαίου ύψους 3 εκατ. € + την παραγωγή και αγορά 1.000 τεμαχίων, θα χρειαζόταν να δαπανήσει 3 εκατ. € + 20 εκατ. € = 23 εκ. €.
Αν η ανάπτυξη διαρκούσε 3 χρόνια και η παραγωγή 2 χρόνια και οι πληρωμές της ΠΑ ήταν ισόποσες κάθε χρόνο, τότε η EAB θα έπαιρνε 1 εκατ. € κάθε χρόνο για τα 3 πρώτα χρόνια και 10 εκατ. €/ε για τα δύο χρόνια παραγωγής.
Αυτό σημαίνει ότι η ΕΑΒ θα δημιουργούσε 24 θέσεις εργασίας τις οποίες θα ακολουθούσαν άλλες 21 στους υποκατασκευαστές και στην υπεργολαβία + 19 θέσεις στις επιχειρήσεις κατανάλωσης, λόγω της αύξησης της κατανάλωσης, δηλαδή συνολικά 64 θέσεις εργασίας.
Αυτές οι 64 θέσεις εργασίας θα απέδιδαν 1εκατ. €/ε στο κράτος, ήτοι 3 εκατ. € για τα τρία χρόνια της ανάπτυξης.
Όταν θα περνούσε το έργο στην παραγωγή, οι θέσεις εργασίας θα γίνονταν 640 (εφόσον θα επενδυθούν από 10 εκατ. €/ε για δύο χρόνια) και αυτοί οι 640 εργαζόμενοι θα επιστρέψουν στο κράτος 10 εκατ. €/ε για τα δύο χρόνια.
Στην «σούμα», βλέπουμε ότι στο παράδειγμά μας η ΠΑ δαπάνησε μεν 23 εκατ. € αντί 20 εκατ. €, εντούτοις τα κρατικά ταμεία (που τροφοδοτούν τον προϋπολογισμό της ΠΑ) εισέπραξαν εξ ολοκλήρου τα χρήματα αυτά.
Το συμπέρασμα στο υποθετικό μας σενάριο, είναι ότι η ΠΑ απέκτησε πρακτικά 1.000 κατευθυνόμενες βόμβες τσάμπα, εφόσον η πραγματική επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού ήταν μηδενική.
Άρα προκύπτει και μία υποχρέωση των υπουργών Οικονομικών, των «τσάρων της οικονομίας», την οποία δεν την υλοποιούν μέχρι σήμερα.
Το παραπάνω παράδειγμα αν και υποθετικό, έχει ιστορικά πραγματική βάση. Όσοι θυμούνται, η ΕΑΒ με χρήματα της ΠΑ ανέπτυξε σύστημα κατεύθυνσης βομβών με ακτίνες laser, που τα πήγε θαυμάσια στις δοκιμές.
Και όμως όταν ήρθε η ώρα της απόφασης για αγορά, η ΠΑ προτίμησε να συνεχίζει να εισάγει από τις ΗΠΑ, με το επιχείρημα ότι το όπλο της ΕΑΒ έκανε την ίδια δουλειά με το αμερικανικό…
Οι αναγνώστες λοιπόν υποχρεούνται να κάνουν την αναγωγή για τις οικονομικές απώλειες του κράτους, όταν η ΠΑ τo 1997 είχε αρνηθεί την πρότασή μου με την ιδιότητα διευθυντού στην Γενική Διεύθυνση Εξοπλισμών να συμμετέχουμε στην ανάπτυξη και συμπαραγωγή του F-35, όπως και στην συμπαραγωγή του Rafale σαν εναλλακτική επιλογή, και να εξάγουν τα δικά τους συμπεράσματα.
Οι αναγνώστες μπορούν και οφείλουν να κάνουν την ίδια αναγωγή τόσο για την μη συμμετοχή της Ελλάδος (εν αντιθέσει και πάλι με την Τουρκία) στο πρόγραμμα του μεταγωγικού αεροπλάνου A-400 όσο και για την απόσυρση της Ελλάδος από το πρόγραμμα Aermacchi M346 (σημειωτέων η εκπαίδευση των χειριστών της ΠΑ γίνεται ακόμα με τα παλιά Τ-2), όσο και για την μη ανάθεση στην ΕΑΒ της σχεδίασης και παραγωγής του νέου αεροσκάφους σταδίου επιλογής.
Μετά την εισαγωγή αυτή, να υπενθυμίσουμε ότι η Ελλάδα συμμετείχε στην ανάπτυξη και κατασκευή του αεροσκάφους επίδειξης τεχνολογικής ωριμότητας UCAV nEUROn. Η ΕΑΒ σχεδίασε και κατασκεύασε το συγκρότημα εξαγωγής καυσαερίων, που αποτελεί κρίσιμο σημείο για την μείωση του θερμικού – υπέρυθρου ίχνους του αεροσκάφους, το οπίσθιο συγκρότημα της ατράκτου (aft fuselage) που περιβάλλει το σύστημα εξαγωγής καυσαερίων καθώς και τον πίνακα λειτουργικού ελέγχου των ηλεκτρονικών συστημάτων του αεροσκάφους.
Από αυτήν την δραστηριότητα η εταιρεία ανέπτυξε μοναδικές δεξιότητες, τεχνογνωσία και τεχνολογίες, που μπορούν να φέρουν προστιθέμενη αξία στα μελλοντικά Ευρωπαϊκά αεροσκάφη UCAV-1G (ως ο επιχειρησιακός γόνος του nEUROn), FCAS (επανδρωμένο α/φος 6ης γενιάς που θα επιχειρεί μαζί με τα UCAV-1G και είναι υπό συζήτηση μεταξύ της Dassault Aviation και της Airbus) και τέλος το MALE-RPAS.
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ MALE-RPAS
Το MALE-RPAS είναι ένα μη επανδρωμένο α/φος μεσαίων υψών και μεγάλης διάρκειας πτήσης. Αυτήν την στιγμή στο έργο συμμετέχουν οι Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία και Ιταλία, που έχουν συνυπογράψει το συμφωνητικό συνεργασίας.
Πιθανότατα θα γίνει επιχειρησιακό το 2034, αν καταλήξουν οι συμφωνίες και η ΓΔΑΕΕ παρακολουθεί τις εξελίξεις, δεδομένου ότι υπάρχει εκφρασμένο ενδιαφέρον από την ΕΑΒ να συμμετέχει στο πρόγραμμα και επιχειρησιακή απαίτηση για 10 αεροσκάφη.
Παρακάτω θα υπολογίσουμε ποιο θα είναι το πραγματικό κόστος για την χώρα αν συμμετέχουμε και συγχρηματοδοτήσουμε την ανάπτυξη και στην συνέχεια αγοράσουμε 10 α/φη.
MALE-RPAS
Ο κ. Wolf[7] υπολογίζει την αξία του αεροπλάνου σε 85 εκατ. €. Αν η Ελλάδα αποφασίσει να αγοράσει 10 α/φη θα πρέπει να πληρώσει 850 εκατ. €, έστω μεταξύ 2034 και 2044, κατά την φάση παραγωγής του αεροσκάφους, ήτοι 85 εκατ. €/έτος.
Όμως αν θεωρήσουμε ότι η Γαλλία χρειάζεται 50 αεροσκάφη (σύμφωνα με τον Wolf, 40 για την Γαλλική Αεροπορία και 10 για την Αεροπορία Ναυτικού) και θεωρώντας ότι η Γερμανία, η Ιταλία και η Ισπανία θέλουν 40 α/φη, η συνολική ανάγκη θα απαιτήσει την παραγωγή 100 αεροσκαφών συμπεριλαμβανομένων και αυτών για την Ελλάδα.
Συνεπώς, αν η Ελλάδα αποφασίσει να συμμετέχει στο πρόγραμμα κατά 10% αντί της παραδοσιακής μεθόδου της απ’ ευθείας αγοράς, θα πρέπει επί πλέον να χρηματοδοτήσει το 10% του κόστους της ανάπτυξης, ήτοι 500 εκατ. € (= 10% των εκτιμούμενων 5.000 εκατ. € ως το συνολικό κόστος ανάπτυξης).
Ως εκ τούτου, η χώρα θα πρέπει συνολικά να πληρώσει 1.350 εκατ. €.
Θα αποδειχθεί παρακάτω ότι το πραγματικό κόστος για την χώρα και η ανάλογη επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού θα είναι τελικά μηδενική (αλλά μάλλον με κέρδος) στο τέλος της περιόδου σχεδίασης και παραγωγής του αεροσκάφους (2026-2044) σε αντίθεση δηλαδή με το κόστος των 850 εκατ. € της απ’ ευθείας αγοράς του έτοιμου αεροσκάφους.
Αυτό συμβαίνει διότι η συμμετοχή της Ελλάδος θα δημιουργήσει υποχρεωτικά θέσεις εργασίας, οι οποίες θα επιστρέψουν στα κρατικά ταμεία έσοδα ισόποσα με την δαπάνη, μέσω φόρων και εξοικονόμησης από τις δαπάνες για την ανεργία.
Το κόστος και το χρονοδιάγραμμα του MALE-RPAS όπως δίδεται από τον F. Wolf είναι: 5.000 εκατ. € για την ανάπτυξη σε μια περίοδο 9 ετών (2026-2034) και μια παραγωγική φάση διάρκειας 10 ετών (2034-2044). Το έργο θα φέρει έσοδα στην βιομηχανία ύψους 8.500 εκατ. € για το πακέτο των 100 αφ/ων.
Αν η Ελλάδα συμμετέχει κατά 10% στο έργο, θα πρέπει να πληρώσει:
55,5 εκατ. €/ε για την σχεδίαση και ανάπτυξη του α/φους για τα πρώτα 9 χρόνια και 85 εκατ. €/ε για την αγορά 10 α/φών για τα επόμενα 10 χρόνια, ήτοι ένα συνολικό ποσό των 1.350 εκατ. €.
Η ΕΑΒ θα αναλάβει κατά συνέπεια συμβάσεις ύψους 55,5 εκατ. €/ε για την σχεδίαση και παραγωγή για τα πρώτα 9 χρόνια και συμβάσεις ύψους 85 εκατ. €/ε για την παραγωγή του 10% των 100 α/φών για τα επόμενα 10 χρόνια.
Σύμφωνα με όσα προαναφέραμε, η επένδυση στην ΕΑΒ θα δημιουργήσει 3.550 (64 x 55,5 εκατ. €/ε) θέσεις εργασίας στην χώρα για τα πρώτα 9 χρόνια και 5.440 (64 x 85 εκατ. €/ε) θέσεις εργασίας για τα τελευταία 10 χρόνια.
Δεδομένου, πάλι σύμφωνα με τα όσα είπαμε παραπάνω, ότι δηλαδή η επένδυση στην αμυντική βιομηχανία επιστρέφεται σχεδόν εξολοκλήρου στο κράτος (σε μορφή φόρων, εισφορών και εξοικονόμηση δαπανών ανεργίας) η χώρα θα εισπράξει πίσω τα 55,5 εκατ. €/ε για τα 9 πρώτα χρόνια και 85 εκατ. €/ε για τα επόμενα 10 χρόνια, ήτοι συνολικά 1.350 εκατ. € τα 19 χρόνια.
Η ιστορία όμως δεν έχει τελειώσει, εφόσον η ΕΑΒ θα αποκομίζει κέρδος 8% κάθε χρόνο από τα οποία το 15% θα τα επιστρέφει στο κράτος σαν φόρο, ήτοι 0,66 εκ. €/ε και 1.020 εκατ. €/ε για τις περιόδους 9 και 10 ετών αντίστοιχα. Δηλαδή μόνο η ΕΑΒ, θα επιστρέψει στο κράτος συνολικό φόρο από εταιρικό κέρδος 16 εκ. € (εφόσον βέβαια καταστεί κερδοφόρα). Σε αυτά, δεν συμπεριλήφθηκαν και οι φόροι από τα εταιρικά κέρδη των υποκατασκευαστών και των επιχειρήσεων κατανάλωσης.
Από τα παραπάνω, προκύπτει αβίαστα ότι η Ελλάδα θα αποκτήσει 10 α/φη MALE-RPAS χωρίς καμία επιβάρυνση στον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά μάλλον με επιπλέον έσοδα! (Εικόνα 2)

Εικόνα 2: MALE-RPAS, σύγκριση δαπανών στις περιπτώσεις απευθείας αγοράς και κατά 10% συμμετοχής/ συγχρηματοδότησης στο πρόγραμμα με τα συνοδά έσοδα για το κράτος.
Στο τέλος του προγράμματος το κράτος θα έχει εισπράξει 52 εκατ. € περισσότερα απ’ ό,τι δαπάνησε.

nEUROn

FCAS