Σε Σεμινάριο υπό τον τίτλο «Η Διαχείριση των εξωτερικών Συνόρων της ΕΕ στην Ανατολική Μεσόγειο» που διοργάνωσε το Ευρωπαϊκό Κέντρο Αριστείας Jean Monnet του ΕΚΠΑ, μίλησε ο Επίτιμος Αρχηγός Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας και Πρώην Πρόεδρος της Στρατιωτικής Επιτροπής της Ε.Ε., Στρατηγός Μιχαήλ Κωσταράκος.
Το θέμα της ομιλίας του ήταν: «Προκλήσεις, απειλές, παραβιάσεις απέναντι στα εξωτερικά σύνορα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο».
Διαβάστε την ομιλία του Στρατηγού Κωσταράκου:
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είμαστε μάρτυρες σημαντικών γεωπολιτικών ανακατατάξεων στην ευρύτερη περιοχή των Ν. και ΝΑ συνόρων της ΕΕ όπως αυτά ορίζονται στο Νότο από την Ισπανία μέχρι την Κύπρο και νοτιοανατολικά από την Κύπρο και την Ελλάδα.
Η κατάσταση στην περιοχή ήταν κρίσιμη, δυσχερής
και ευμετάβλητη ήδη από τη δεκαετία του 1960 και εκτραχύνθηκε με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 και την έκτοτε κατοχή κυπριακού εδάφους.
Με την είσοδο της χώρας μας και αργότερα της Κύπρου στην ΕΕ, τα σύνορα των χωρών αυτών (όπως και των λοιπών νότιων χωρών) έγιναν και σύνορα της ΕΕ, και μία έντονη ελπίδα στηριγμένη όμως στην άγνοια δημιουργήθηκε και στις δύο χώρες ότι δηλαδή η ΕΕ θα αναλάμβανε ή έστω θα μετείχε στην υπεράσπιση τους.
Σε όλα αυτά τα λίγο-πολύ γνωστά γεγονότα ήρθαν να προστεθούν και κάποιοι νέοι εξωγενείς παράγοντες που επέτειναν και δυσχέραιναν πολύ περισσότερο την κατάσταση:
Κατ αρχήν, η αποτυχία της «Αραβικής άνοιξης» έξω από τα νότια σύνορα της Ευρώπης, αλλά και η αποτυχία της Αμερικανικής πολιτικής στο Ιράκ που μόνη της δημιούργησε το τρομακτικό Ισλαμικό Κράτος, έφερε εμφύλιους πολέμους, προκάλεσε στρατιωτικές παρεμβάσεις, δημιούργησε ανυπολόγιστες καταστροφές, και σοβαρά μεταναστευτικά κύματα από την Ασία και την Αφρική προς την Ευρώπη.
Συγχρόνως η κλιματική αλλαγή, η δημογραφική έκρηξη στην Αφρική, ο πόλεμος στο Αφγανιστάν αλλά και σε άλλα σημεία της υδρογείου, παράλληλα με την αποτυχία διακυβέρνησης, την πολιτική αστάθεια και τις εμφύλιες φυλετικές ή θρησκευτικές συγκρούσεις σε πολλές απομακρυσμένες χώρες της Ασίας και της Αφρικής, σε συνδυασμό πάντα και με την καλωδιακή τηλεόραση, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και την κινητή τηλεφωνία που «ξύπνησαν τους αφρικανούς και ασιάτες πολίτες», δημιούργησαν νέα και επέτειναν τα ήδη υφιστάμενα μεταναστευτικά κύματα από τη Μέση Ανατολή και τη Βόρειο Αφρική.
Τέλος, η ανακάλυψη ενεργειακών κοιτασμάτων στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και εντός των ορίων της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) της Κύπρου αλλά και η έναρξη αδειοδότησης των ερευνών για υδρογονάνθρακες εντός της υποθετικής ΑΟΖ της χώρας μας, εάν και όποτε την ανακηρύξουμε, έδωσε νέα διάσταση στην διένεξη της Τουρκίας με την Κύπρο και την Ελλάδα.
Η Τουρκία αποφάσισε μονομερώς – σαν «ο νταής της γειτονιάς» – ότι πρέπει να έχει μερίδιο από τα οποιαδήποτε κέρδη από την εξόρυξη υδρογονανθράκων στην περιοχή.
Παράλληλα με όλα αυτά, και ενώ οι ΗΠΑ με την εσωστρεφή και απρόβλεπτη προσωπική πολιτική του Προέδρου Τράμπ δημιούργησαν ένα τεράστιο κενό ηγεμονίας στην περιοχή, η νέο – οθωμανική Τουρκία του Προέδρου Ερντογάν αποφάσισε να εκμεταλλευτεί την δυσχερή κατάσταση και να αναθεωρήσει προς όφελος της το υφιστάμενο status quo στην ΝΑ και Κεντρική Μεσόγειο, το Αιγαίο και την Βόρειο Αφρική.
«Ο αναθεωρητισμός της νεο-οθωμανικής Τουρκίας»
Αρχίζοντας από τον αναθεωρητισμό της νέο-οθωμανικής Τουρκίας, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Τουρκία, είναι μία νέα χώρα που ιδρύθηκε το 1923 από τις στάχτες της διαλυμένης από τον Α’ΠΠ πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο ηγέτης των Τούρκων Μουσταφά Κεμάλ, ήταν τόσο πιεσμένος και ευχάριστα αιφνιδιασμένος από την αναπάντεχη και ανέλπιστη νίκη του τον Αύγουστο του 1922 στο Αφιόν Καραχισάρ και βιαζόταν τόσο πολύ να οριοθετήσει θεσμικά την νέα Τουρκία που υπέγραψε γρήγορα την Συνθήκη της Λωζάννης καθορίζοντας τα σύνορα της νέας Τουρκίας.
Ένας έμπειρος και απειλητικός Βενιζέλος με αέρα νικητή αν και ηττημένος και έχοντας την Στρατιά της Θράκης ετοιμοπόλεμη, εξασφάλισε για την Ελλάδα τα νησιά του Αιγαίου και καταδίκασε την Τουρκία σε ένα ασφυκτικό στρατηγικό εναγκαλισμό.
Οι Τούρκοι κατάλαβαν το στρατηγικό τους λάθος μετά το θάνατο του Κεμάλ στη δεκαετία του 1930 και έκτοτε προσπαθούν να απαλλαγούν από τον ελληνικό στρατηγικό εναγκαλισμό, χωρίς όμως επιτυχία.
Η εμφάνιση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Τουρκική πολιτική σκηνή, γέννησε στην Ελλάδα μεγάλες ελπίδες συνεννόησης και συνύπαρξης με την Τουρκία.
Από το 2002 που κέρδισε τις εκλογές με το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης-AKP συνεχίζει να κυβερνά την Τουρκία εναλλάξ από τη θέση του Πρωθυπουργού και του Προέδρου.
Η ευρωπαϊκή προοπτική αποτέλεσε αρχικό του στόχο που όμως στην πορεία εγκαταλείφθηκε και σύντομα άρχισε μια φιλόδοξη αναθεωρητική πορεία με ισλαμικό, προσανατολισμό και μεγάλες γεωπολιτικές φιλοδοξίες.
Υπήρξε ο κυριότερος εκφραστής του λεγόμενου «Πολιτικού Ισλάμ» μίας Ισλαμικού χαρακτήρα δημοκρατίας με δυτικά χαρακτηριστικά, ανθρώπινα δικαιώματα και πολιτικές ελευθερίες.
Μόνο που το «Πολιτικό Ισλάμ» δεν υπάρχει σαν τελική μορφή πολιτεύματος. Πρόκειται απλά για ένα πολιτικό «όχημα» που σταδιακά και καλυμμένα οδηγεί τελικά στον Ισλαμισμό. Ακόμα και ο Ερντογάν απροκάλυπτα το εγκατέλειψε.
«Το πολύνεκρο πραξικόπημα»
Το 2016 αντιμετώπισε ένα πολύνεκρο πραξικόπημα πιθανόν οργανωμένο από τους γκιουλενιστές, και κατά τη γνώμη του ιδίου του Ερντογάν από τους Αμερικανούς, πού έκτοτε (πλην Προέδρου Τραμπ που ήταν αμέτοχος) έγιναν οι χειρότεροι εχθροί του και τους αντιμετωπίζει σαν τέτοιους.
Σταδιακά ίσως και για λόγους υγείας, πέρασε σε μια κατάσταση που κάποιοι διεθνολόγοι προσδιορίζουν σαν «ανασφαλή αυτοπεποίθηση» που τον μετέβαλλε, αν όχι σε απρόβλεπτο, τουλάχιστον σε αστάθμητο παράγοντα στην περιοχή.
Η έλευση του Προέδρου Τράμπ και η προσωπική διπλωματία και το προσωπικό του συμφέρον, δημιούργησαν μία στενή προσωπική σχέση με τον Ερντογάν, την οποία αυτός προσπαθεί να εκμεταλλευτεί στο έπακρο.
Σε κάθε περίπτωση, είναι εμφανής η επιθυμία του Ερντογάν να αναδειχθεί σε πατέρα των Τούρκων το 2023 – τα 100 χρόνια της Τούρκικης δημοκρατίας – αντικαθιστώντας τον Κεμάλ Ατατούρκ στη σειρά του Γκρίζου Λύκου, του Αλπ Αρσλάν, του Μωάμεθ του Πορθητή και του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή.
Γι’ αυτό και έφερε στο προσκήνιο τον Εθνικό όρκο, μία διακήρυξη έξη σημείων από το τελευταίο οθωμανικό κοινοβούλιο στις αρχές του 1920 με το οποίο έθεταν τα σύνορα της μελλοντικής τουρκικής δημοκρατίας βασιζόμενοι στα σύνορα της ηττημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Άρχισε, με βάση αυτόν τον νέο-οθωμανισμό, να σχεδιάζει και να υλοποιεί μία ξεχωριστή επεκτατική πολιτική για την Τουρκία.
Το αφήγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας»
Η «Γαλάζια Πατρίδα» είναι το νέο αφήγημα αυτού του μεγαλοϊδεατισμού, που στοχοποιεί για κατοχή, προσάρτηση ή επιρροή μία έκταση 462.000 τετραγωνικών χιλιόμετρων που καλύπτουν περιοχές και την υφαλοκρηπίδα της Ελλάδος και άλλων γειτονικών χωρών που όμως στο μεγαλύτερο τμήμα του αποτελεί ευρωπαϊκό έδαφος.
Επιπλέον, διακηρύσσει την απόλυτη άρνηση της υφαλοκρηπίδας των νησιών, την αναγκαστική συνδιαχείριση στο υπόλοιπο Αιγαίο και τον αποκλειστικό έλεγχο όλων των τεράστιας γεωπολιτικής σημασίας θαλάσσιων γραμμών συγκοινωνιών που διέρχονται από το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο (από και προς τη διώρυγα του Σουέζ για την Ασία και την Αφρική).
Με αυτόν τον τρόπο, εξουδετερώνεται η γεωπολιτική αξία της Κρήτης και της Κύπρου, των δύο αβύθιστων αεροπλανοφόρων στη διάθεση της Δύσης στην Ανατολική Μεσόγειο και ελέγχονται οι γραμμές θαλασσίων συγκοινωνιών, δηλαδή οι εμπορικοί δρόμοι που ανεφοδιάζουν την Ευρώπη από τη θάλασσα.
Συγχρόνως, ελέγχεται και ο δεύτερος μεταναστευτικός δρόμος από τη Β. Αφρική προς την Ευρώπη με ανυπολόγιστες πολιτικές συνέπειες. Δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε ότι το 30% της εμπορικής διακίνησης προς την Ευρώπη γίνεται από τη θάλασσα.
Παράλληλα, περνάει υπό τουρκικό έλεγχο ένα, εγγύς προς την Ευρώπη, σημαντικό τμήμα του κινεζικού Σχεδίου «One Belt, One Road» που συνιστά το κινεζικό γεωπολιτικό αφήγημα και αφορά στην παγκόσμια επέκταση των κινεζικών εμπορικών και στρατηγικών δραστηριοτήτων και συμφερόντων.
Στην πραγματικότητα λοιπόν, η «Γαλάζια Πατρίδα» προσδιορίζει το μεγιστοποιημένο πλαίσιο των τουρκικών διαπραγματευτικών διεκδικήσεων και επιδιώκει να προσαρτήσει ευρωπαϊκό έδαφος και να ελέγξει ευρωπαϊκές θαλάσσιες γραμμές συγκοινωνιών.
Αυτά θέλουν, αυτά απαιτούν από την Ελλάδα και την Ευρώπη σε κάθε διαπραγμάτευση και θα απαιτούν για τα επόμενα χρόνια.
Γι’ αυτά θα «ενημερώνουν» διαρκώς τη διεθνή κοινότητα, αυτά θα διδάσκουν στα σχολεία τους, και τελικά αν δοθεί η ευκαιρία αυτά θα διεκδικήσουν με τη λόγχη.
Το σχέδιο έχει ήδη μπει σε εφαρμογή. Ήδη μετά την ανακοίνωση προς το εσωτερικό τους και την Ελλάδα, το ανακοίνωσαν στην ΕΕ και κοινοποίησαν μία πιο συγκεκριμένη αλλά και μεγιστοποιημένη παραλλαγή της με επιστολή προς τα Ηνωμένα Έθνη, διεκδικώντας ελληνικά νησιά και υφαλοκρηπίδα, αμφισβητώντας κατ’ ουσία την ευρωπαϊκή κυριαρχία στην περιοχή αλλά και τα ευρωπαϊκά κυριαρχικά δικαιώματα.
Η υπογραφή της τουρκολιβυκής «συμφωνίας», υπακούει απόλυτα στο σχεδιασμό αυτό.
Γιατί η επεκτατικότητα της Τουρκίας στον θαλάσσιο χώρο;
Γιατί όμως αυτή η επεκτατικότητα στο θαλάσσιο χώρο;
Η Τουρκία διαπίστωσε ήδη από το 1996 με τον τότε Αρχηγό ΓΕΝ Ναύαρχο Ερκαγιά, που πρώτος διατύπωσε αυτές τις θέσεις, ότι δεν είναι δυνατόν να διεκδικήσει ρόλο περιφερειακής δύναμης χωρίς να διεκδικήσει τον έλεγχο των θαλάσσιων γραμμών – συγκοινωνιών και του υποθαλάσσιου ενεργειακού πλούτου.
Το αν αυτό θα παραβίαζε σύνορα ή κυριαρχικά δικαιώματα και θα την έφερνε σε αντιπαράθεση με την ΕΕ και την Ελλάδα ή τους άλλους θαλάσσιους γείτονες, αυτό θα αντιμετωπιζόταν με πολλαπλασιασμό της ναυτικής της ισχύος.
Η Τουρκία δεν μπορεί να είναι φυλακισμένη μέσα στα χωρικά της ύδατα.
Οι Οθωμανοί άρχισαν να παρακμάζουν όταν έχασαν τη θαλάσσια κυριαρχία και κάθε ήττα τους είχε και μία ναυτική αδυναμία ή καταστροφή.
Και η Τουρκία άρχισε έκτοτε τη δημιουργία ναυτικών δυνατοτήτων για την αποκατάσταση ναυτικής ισχύος που θα την έφερνε στο προσκήνιο ως μία περιφερειακή ναυτική δύναμη.
Το αφήγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας» είναι ακριβώς η περιγραφή της επιστροφής των Τούρκων στη διεκδίκηση του ελέγχου των θαλασσίων γραμμών – συγκοινωνιών στη Μεσόγειο, στη συμμετοχή με τουρκικούς όρους στο μοίρασμα του θαλάσσιου πλούτου και στη δυναμική άρση του ελληνικού στρατηγικού εναγκαλισμού στο Αιγαίο.
Για τον σκοπό αυτό, η Τουρκία έχει εργαλειοποιήσει όλες τις δυνατότητες
που διαθέτει.
Είναι γνωστός ο κανόνας των εργαλείων της Άγκυρας για την επέκταση της επιρροής της σε ολόκληρο τον κόσμο:
τα περίφημα τρία m – migration, military, mosques (μετανάστευση, ένοπλες δυνάμεις, τζαμιά).
Με αυτά τα τρία όπλα-εργαλεία διεξάγει ξεκάθαρες υβριδικές επιχειρήσεις που αποβλέπουν στην κάμψη του αντιπάλου και τον εξαναγκασμό του να υποταχθεί στις απαιτήσεις της τουρκικής πολιτικής.
Οι υβριδικές επιχειρήσεις
Τα γεγονότα στον Έβρο το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας, όταν χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες ενθαρρύνθηκαν, βοηθήθηκαν ή και εξαναγκάστηκαν να προσπαθήσουν να εισέλθουν στην Ελλάδα αποτέλεσαν το πιο ξεκάθαρο παράδειγμα αυτών των υβριδικών επιχειρήσεων.
Η Ελλάδα απώθησε την υβριδική εισβολή και ήταν η πρώτη φορά που η Ευρώπη συμπαραστάθηκε ανοικτά πολιτικά και οικονομικά στην Ελλάδα.
Με αυτό τον τρόπο, ο Ερντογάν προχωρεί οπορτουνιστικά και με υψηλό ρίσκο, ακολουθώντας μακροπρόθεσμους στρατηγικούς στόχους, έτοιμος πάντα να εκμεταλλευτεί την αμερικανική διπλωματική αμηχανία αλλά και τον ευρωπαϊκό στρουθοκαμηλισμό που θεωρεί ότι με πιστώσεις και αγορές θα αντιμετωπίσει τα προβλήματα ισχύος και επιρροής.
Θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο όμως ότι ο Ερντογάν δεν έχει μία ξεκάθαρη ολοκληρωμένη στρατηγική εθνικής εμβέλειας αλλά πορεύεται με οπορτουνισμό και αλαζονεία στηριγμένος στην παρόρμηση και κατά τη γνώμη του «στον Θεό και στο πεπρωμένο».
Επιδιώκει μία επέκταση της τουρκικής ισχύος σε ολόκληρη την περιοχή, όπου, όπως ο ίδιος λέει «βρίσκονταν παλαιότερα οι πρόγονοί μας» ή «ήταν παλιά βιλαέτι μας», δηλαδή σε μια περιοχή της πρώην Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που περιλαμβάνει ολόκληρη την Εγγύς Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική καθώς και τα δυτικά Βαλκάνια.
Το ρίσκο της Λιβύης
Στη Λιβύη αναλαμβάνει άλλο ένα υψηλό ρίσκο: αν καταφέρει ο Σαρράτζ που τον στηρίζουν τα ΗΕ, η ΕΕ και η Ιταλία, να επικρατήσει στη Λιβύη με τουρκική βοήθεια, τότε ο Ερντογάν θα έχει πετύχει ένα πραγματικό κατόρθωμα βάζοντας ξαφνικά και γρήγορα πόδι στη Λιβύη σαν κυρίαρχη ή «εγγυήτρια» δύναμη καθιστώντας τη Λιβύη υποτελές κράτος και κυριαρχώντας στην πλούσια ενεργειακή υποδομή της χώρας αλλά και στον δεύτερο μεταναστευτικό δρόμο προς την ΕΕ.
Οι τελευταίες εξελίξεις δείχνουν ότι ο Ερντογάν έχει προχωρήσει ακόμα περισσότερο και έχει αποκτήσει επιπλέον πλεονέκτημα ενεργώντας σαν πληρεξούσιος, αν όχι των ΗΠΑ, τουλάχιστον του Πρόεδρου Τράμπ στην περιοχή.
Η ανάδυση της σαν την κυρίαρχη περιφερειακή δύναμη με τις ευλογίες των ΗΠΑ δίνει μία αυξημένη ισχύ στην Τουρκία και κάνει όλους τους λοιπούς περιφερειακούς παίκτες όπως η Αίγυπτος, η Ιταλία, ακόμη και το Ισραήλ, η Γαλλία και το ΝΑΤΟ, αλλά και τις μικρότερες χώρες να είναι επιφυλακτικές και προσεκτικές απέναντι στη Τουρκία, μειώνοντας σε πρώτη φάση την υποστήριξη τους προς την Ελλάδα σε επίπεδα επιδεκτικά μελλοντικής αναθεώρησης.
Η Ιταλία που με τη βοήθεια της ΕΕ και των κονδυλίων και της πολιτικής υποστήριξης που αυτή παρείχε αφειδώς και με την στήριξη της πρώην Ύπατης εκπροσώπου της ΕΕ Φεντερίκας Μογκερίνι, είχε μέχρι πρότινος τον απόλυτο έλεγχο της κυβέρνησης Σάρρατζ, είδε όμως την επένδυση και την επιρροή της να χάνεται προς όφελος των Τούρκων και προσπαθεί να ανακτήσει τον ρόλο της.
Η Γαλλία έχει σοβαρά ενοχληθεί από την ανεπιθύμητη παρουσία της Τουρκίας στη Βόρεια Αφρική και την Κεντρική Μεσόγειο και σε αυτό που θεωρεί ζώνη επιρροής της, καθώς και από την τουρκική προκλητικότητα και επιθετικότητα και αντιδρά με επιθετικά κλιμακούμενες δηλώσεις προς την Τουρκία, το ΝΑΤΟ, χωρίς μέχρι τώρα ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Παρόλο που η Ρωσία αποτελούσε πάντα στρατηγικό αντίπαλο της Τουρκίας, το τελευταίο διάστημα, αμέσως μετά το πραξικόπημα γινόμαστε μάρτυρες μίας πρόσκαιρης τακτικής συμμαχίας σε κάποιους τομείς και μίας ρευστής αντιπαλότητας σε άλλους.
Στις σχέσεις με την Τουρκία δείχνουν μια αξιοζήλευτη τακτική ευελιξία της οποίας η Λιβύη αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Η ΕΕ ανέλαβε πολύ συγκεκριμένο ρόλο και υιοθέτησε τον Ιούνιο 2016 την καινούρια στρατηγική ασφαλείας της, υπό τον τίτλο European Union Global Strategy – EUGS.
Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία δεδομένου ότι η Ένωση δεν είναι στρατιωτικού χαρακτήρα οργανισμός, όπως είναι το ΝΑΤΟ, ούτε είναι αμυντική Συμμαχία.
Αντίθετα, η στρατιωτική της ισχύς, η Σκληρή της Ισχύς, είναι ένα μικρό κλάσμα της συνολικής Έξυπνης Ισχύος, αποτελώντας ένα εργαλείο στην εργαλειοθήκη της πολιτικής της Ολοκληρωμένης Προσέγγισης που εφαρμόζει.
Σε κάθε περίπτωση όμως η προστασία των πολιτών της ΕΕ αποτελεί στρατηγική προτεραιότητα της Ένωσης και προσπαθεί να την υλοποιήσει.
Στην προστασία των πολιτών εντάσσεται και η φύλαξη των συνόρων, μόνο που αυτό δεν είναι στρατιωτικό θέμα για την ΕΕ. Είναι θέμα των υπηρεσιών επιβολής του νόμου, αστυνομίας, Συνοριοφυλακής, χωροφυλακής, ακτοφυλακής, τελωνειακής αστυνομίας, αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας κλπ.
Η πλέον προβεβλημένη και οικεία σε εμάς ευρωπαϊκή συνοριακή υπηρεσία είναι η FRONTEX, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Φύλαξης των Εξωτερικών Συνόρων, όπως προκύπτει και από το όνομά της (από τη γαλλική φράση:
“Frontières extérieures»).
Η Υπηρεσία αυτή έχει ευθύνη απέναντι στην ΕΕ, γιατί η ευθύνη αυτών καθαυτών των συνόρων αποτελεί εθνική ευθύνη ως σχετιζόμενη με την εθνική κυριαρχία, και οι διεθνείς οργανισμοί έχουν μόνο υποστηρικτικό ρόλο.
Σύντομα αναμένεται η αναβάθμιση της υπηρεσίας και ο μετασχηματισμός της σε
Ευρωπαϊκό Οργανισμό Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής, με το ίδιο όνομα.
Η ΕΕ υπό την πίεση της Ελλάδος αλλά και άλλων παρακτίων εταίρων αποφάσισε να ενεργοποιήσει πρόσφατα μία ναυτική επιχείρηση με την επωνυμία IRINI, διάδοχο της πρόσφατα κατηργημένης ναυτικής επιχείρησης SOPHIA με σκοπό να επιβάλλει το εμπάργκο όπλων και να εμποδίσει το λαθρεμπόριο καυσίμων και να ελέγξει τις μεταναστευτικές ροές.
Το μικρό χρονικό διάστημα από την έναρξη της επιχείρησης δεν επιτρέπει την αξιολόγηση της.
«Η Τουρκία επιδιώκει μία συνδιαχείριση στο Αιγαίο»
Επιστρέφοντας στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση, είναι πλέον αποδεκτό από όλους, ότι η Τουρκία επιδιώκει μία συνδιαχείριση στο Αιγαίο που υλοποιείται ουσιαστικά με την προσπάθεια για μοίρασμα της περιοχής σε δύο μέρη με βάση τον 25ο Μεσημβρινό.
Είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ότι η μοναδική αναγνωρισμένη ελληνοτουρκική διαφορά σύμφωνα με την πάγια ελληνική θέση, είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ των δύο χωρών, μία διαφορά η οποία χρονολογείται από το 1973.
Αυτό έχει αναπροσαρμοσθεί πρόσφατα σε οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών για να συμπεριλάβει την ΑΟΖ.
Οτιδήποτε άλλο, αποτελεί μονομερή και αυθαίρετη διεκδίκηση από μέρους της Τουρκίας.
Είναι βέβαιο ότι η Τουρκία στο άμεσο μέλλον θα συνεχίσει με όλα τα μέσα την ισχυροποίηση του ρόλου της, ακόμα και σε παράβαση των όσων συζητήθηκαν και συμφωνήθηκαν άτυπα.
Η Άγκυρα παράλληλα με το αποτύπωμα επιρροής της στην Κεντρική Μεσόγειο, θα συνεχίσει τις προσπάθειες της για κατοχύρωση κυριαρχικών δικαιωμάτων σε βάρος μας, αμφισβητώντας την υφαλοκρηπίδα των νησιών και επιδιώκοντας να αφήσει μόνιμα την Ελλάδα και την Κύπρο όπως επιδιώκει πάντα, με δυο μόνο επιλογές:
Κρίση και θερμό επεισόδιο με αναμέτρηση με τις ισχυρές ένοπλες δυνάμεις της ή συμφωνία με τα τετελεσμένα που ήδη θα έχει δημιουργήσει.
Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι οι Τούρκοι δεν είναι συναινετικοί.
Ο πολιτισμός τους και η νοοτροπία τους δεν έχουν τις ρίζες τους στον διαφωτισμό, στον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, τη χριστιανική παράδοση και τον ουμανισμό.
Ο πολιτικός πολιτισμός τους δεν βασίζεται στη συναίνεση, τον διάλογο και τη διαπραγμάτευση.
Δεν επιθυμούν συνεννόηση και λύσεις αμοιβαίου κέρδους. Είναι συγκρουσιακοί, αναγνωρίζουν τη βία σαν επιλογή δράσης και είναι έτοιμοι πάντα να καταφύγουν σε αυτή, και αν και διαπραγματεύονται με λογική παζαριού, αντιλαμβάνονται όλες τις διενέξεις σαν παίγνια μηδενικού αθροίσματος.
Μη λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω δυστυχώς, ο κατευνασμός της Τουρκίας αποτέλεσε τα τελευταία χρόνια μία επιλογή των ελληνικών κυβερνήσεων.
Ο Henry Kissinger έχει δηλώσει για τον κατευνασμό ότι «Στις περιπτώσεις όπου ο «κατευνασμός», δεν χρησιμοποιείται σαν πρόσχημα για να κερδίσει κανείς χρόνο, αποτελεί ένδειξη ανικανότητας να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά μια πολιτική απεριόριστων στόχων».
Αυτή ακριβώς την πολιτική απεριορίστων στόχων αντιμετωπίζουμε.
Στην περίπτωσή των ελληνο-τουρκικών σχέσεων, ο κατευνασμός προφανώς απέτυχε, και το δέλεαρ μίας ευρωπαϊκής προοπτικής δεν λειτουργεί πλέον.
Οφείλουμε να δούμε το μέλλον με καθαρή ματιά, αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα και να πάρουμε αποφάσεις.
Η αντίδραση της Ελλάδας στην τουρκική αναθεωρητικότητα
Η αντίδρασή μας ως κράτος στην τουρκική αναθεωρητικότητα κατά τη γνώμη μου οφείλει να κινείται σε δύο μη παράλληλα επίπεδα:
-
Το πρώτο είναι το στρατιωτικό, με την διατήρηση ικανής αποτρεπτικής ισχύος και την αξιόπιστη προβολή της για την αποφυγή δημιουργίας τετελεσμένων. Θα υπενθυμίσω εδώ ότι το δόγμα μας είναι αποτρεπτικό- αμυντικό.
-
Το δεύτερο επίπεδο είναι το διπλωματικό, με την προβολή των γεγονότων και την προσπάθεια δημιουργίας ευνοϊκού προς εμάς διεθνούς κλίματος το οποίο θα αναγκάσει την Τουρκία να μεταβάλει στάση, ή να υποχωρεί κατά περίπτωση σταθμίζοντας τις συνέπειες.
