
Ο λόγος αφορά τη συνεργασία της Ελλάδας με την Αίγυπτο για την προμήθεια πυρομαχικών των 105 χλστ., μια παραγγελία ύψους 2, εκατ. ευρώ. Χωρίς την παραμικρή διάθεση υποβάθμισης της δυνατότητας παράδοσης εξαιρετικά ποιοτικών προϊόντων από την πλευρά των Ελληνικών Αμυντικών Συστημάτων (ΕΑΣ) που έχουν αναλάβει τη σύμβαση, δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί το ότι οι ιδιαίτερα στενές σχέσεις ανάμεσα σε Ελλάδα και Αίγυπτο, πρέπει να έχουν παίξει ρόλο στην απόφαση του Καΐρου να αναθέσει τη σύμβαση στην ελληνική εταιρία.
Ποιο είναι όμως το πρόβλημα; Τα ΕΑΣ, υπογράφοντας τη σύμβαση ανέλαβαν την υποχρέωση παράδοσης 6 μήνες από την ημερομηνία που θα τεθεί σε ισχύ. Μπορούν να ανταποκριθούν; Αναμφισβήτητα ναι, υπό την προϋπόθεση όμως ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν στη γραμμή παραγωγής να δουλέψει με τους κατάλληλους ρυθμούς ώστε να φέρει το αποτέλεσμα.
Υπό την προϋπόθεση όμως ότι υπάρχουν οι πρώτες ύλες και τα υλικά που απαιτούνται, κι εάν δεν υφίστανται ειδικές συνθήκες, όπως αυτή της διαδικασίας μετεγκατάστασης των ΕΑΣ από τις εγκαταστάσεις του Υμηττού σε αυτές του Λαυρίου! Τα έχουν συνυπολογίσει, ή να ετοιμαζόμαστε για τη διαχείριση μιας ακόμα δυσάρεστης κατάστασης που θα εκθέσει την ελληνική κρατική αμυντική βιομηχανία και τη χώρα συνολικά;
Διότι όπως πληροφορείται το DP, προσφορές από οίκους του εξωτερικού για τα περισσότερα υλικά δεν υπάρχουν, ενώ ακόμη και το εργοστάσιο του Υμηττού δίνει χρονοδιάγραμμα παραγωγής 11 μήνες, πέντε περισσότερους από την αναληφθείσα συμβατικώς υποχρέωση! Επίσης, θα απαιτηθεί εμπλοκή και του αντιστοίχου του Λαυρίου, λόγω της διαδικασίας μετεγκατάστασης; Σοβαρά θα πρέπει να ποντάρουμε στο ότι η υλοποίηση της σύμβασης δεν θα επηρεαστεί χρονικά εξ αυτού του λόγου;
Επειδή έχουμε βαρεθεί στην Ελλάδα να τσακωνόμαστε εκ των υστέρων αναζητώντας το που θα αποδοθούν ευθύνες, κι επειδή πρόκειται για μια εξέλιξη που μοιάζει τόσο εύκολα προβλέψιμη, με την προσθήκη τπυ ότι η διμερής στρατηγική σχέση με την Αίγυπτο έχει αποκτήσει ξεχωριστή βαρύτητα τα τελευταία χρόνια, μήπως θα όφειλε η κυβέρνηση να ασχοληθεί με το πρόβλημα προτού αποκτήσει ανεπιθύμητες διαστάσεις;
Εκτός κι αν ως… αενάως πονηροί Ελληναράδες, ποντάρουμε ακριβώς σε αυτή τη στρατηγική σχέση και το πολύ ισχυρό γεωπολιτικό της θεμέλιο, για να εκτονώσουμε τις αρνητικές συνέπειες που θα φαίνεται πως θα προκύψουν, σχεδόν νομοτελειακά. Χρειάζεται να επιχειρηματολογήσουμε προς τεκμηρίωση, για ποιον λόγο κάτι τέτοιο θα αποτελούσε μέγιστη ανοησία;