
Του Περικλή Ζορζοβίλη
Στον συνημμένο πίνακα, παρουσιάζεται η εξέλιξη του τακτικού προϋπολογισμού του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας την τελευταία τετραετία (2019 – 2022), στο σύνολο και τρεις μείζονες κατηγορίες πιστώσεων (προσωπικό, λειτουργικός και εξοπλιστικά). Επίσης για λόγους σύγκρισης, περιλαμβάνονται και τα στοιχεία των πληρωμών που τελικά πραγματοποιήθηκαν το 2019.
Μικρή αύξηση (2%, 49,26 εκατ. ευρώ) παρουσιάζουν επίσης και οι πιστώσεις που αφορούν το προσωπικό («παροχές σε εργαζόμενους»), ενώ αντίθετα ο λειτουργικός προϋπολογισμός («αγορές αγαθών και υπηρεσιών») παρουσιάζει μία αξιοσημείωτη σταθερότητα κατά την τελευταία τριετία.
Στο σύνολο του, σε βάθος εικοσαετίας, ο αμυντικός προϋπολογισμός του 2022 είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος μετά τον αντίστοιχο 2009 (6.574.550.000), ενώ σε επίπεδο πιστώσεων για την υλοποίηση εξοπλιστικών προγραμμάτων, αποτελεί ρεκόρ καθώς είναι ο υψηλότερος που έχει καταγραφεί ποτέ.

Ας σημειωθεί εδώ ότι το ποσό των σχεδόν πέντε δις ευρώ για την υλοποίηση εξοπλιστικών προγραμμάτων, που περιλαμβάνεται στους προϋπολογισμούς της διετίας 2021-2022, είναι σχεδόν ίσο με τις πιστώσεις που διατέθηκαν για τον ίδιο λόγο την περίοδο 2010-2019. Το γεγονός αυτό αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα της σημαντικής υποχρηματοδότησης που επέφερε η οικονομική χρήση της προηγούμενης δεκαετίας, και ταυτόχρονα της σημαντικής προσπάθειας που πρέπει να καταβληθεί τα επόμενα χρόνια ώστε να καλυφθεί η υστέρηση και να επιλυθούν τα προβλήματα που προέκυψαν.
Εν κατακλείδι, θα πρέπει να πιστωθεί στην κυβέρνηση ότι σε πρακτικό – ουσιαστικό επίπεδο επιδεικνύει ισχυρή βούληση στην αντιμετώπιση της ολομέτωπης τουρκικής απειλής κατά της εδαφικής ακεραιότητας και των ζωτικών συμφερόντων της χώρας, διαθέτοντας τους αναγκαίους οικονομικούς και ανθρώπινους (αύξηση εισακτέων στα Ανώτατα Στρατιωτικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και Ανώτερες Στρατιωτικές Σχολές Υπαξιωματικών, προσλήψεις Επαγγελματιών Οπλιτών και Οπλιτών Βραχείας Ανακατάταξης) πόρους για να αναβαθμίσει τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, και κατ’ επέκταση την εθνική αποτρεπτική ικανότητα.
Φυσικά το μεγάλο ερώτημα είναι αν η εθνική οικονομία και τα επόμενα χρόνια θα συνεχίσει να καταγράφει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης ώστε η διαδικασία αναβάθμισης της εθνικής στρατιωτικής ισχύος να είναι συντηρήσιμη. Εξίσου κρίσιμο ζήτημα είναι επίσης αν τελικά θα καταστεί δυνατόν να αυξηθεί ουσιαστικά το ποσοστό εγχώριας συμμετοχής στην προμήθεια και τη συντήρηση – υποστήριξη των οπλικών συστημάτων.
Δυστυχώς σε αυτό τον τομέα, οι μέχρι σήμερα οι κυβερνητικές επιδόσεις είναι αρνητικές και εάν άμεσα δεν γίνουν οι αναγκαίες αναπροσαρμογές στις εφαρμοζόμενες πολιτικές, σε βάθος χρόνου η διαδικασία δεν θα μπορεί να υποστηριχθεί οικονομικά. Σε κάθε περίπτωση, η πραγματικότητα έχει αποδείξει ότι το δίλημμα «βούτυρο ή κανόνια» είναι ψευδεπίγραφο. Η ισχυρή εθνική άμυνα προϋποθέτει ισχυρή οικονομία και κοινωνία.