Σχετικά με ένα πιθανό στρατιωτικό πραξικόπημα στην Τουρκία, υπάρχουν πολλές ενδείξεις τους τελευταίους έξι μήνες, αναφέρει ***ρωσικό άρθρο.
Αν και τα πρώτα συμπεράσματα των διεθνών αμυντικών εμπειρογνωμόνων ήταν πολύ ασαφή, τώρα η περίπτωση διενέργειας ενός πραξικοπήματος αποτελεί πραγματική απειλή για τις τουρκικές αρχές ενώ τα «σημάδια» γίνονται όλο και πιο προφανή.
Καταρχήν είναι πάρα πολλοί αυτοί που είναι ενάντια στην πολιτική του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης ( ΑΚΡ), και αποτελούν το σύνολο των δυνάμεων της πολιτικής, της εθνικής, πολιτισμικής και θρησκευτικής τουρκικής κοινότητας .
Σε αυτήν συμπεριλαμβάνονται οι Κεμαλιστές ( οπαδοί του κοσμικού τουρκικού κράτους), η φιλελεύθερη κοινότητα, η «ραχοκοκαλιά» της οποίας αποτελείται από τους οπαδούς των ιδεών του «μετριοπαθούς Ισλάμ», και αποτελείται από τους οπαδούς του Γκιουλέν, την κοινότητα των Αλεβιτών , τους Κούρδους και την στρατιωτική ελίτ.
Μπορεί να υπάρχει μια ετερογενή σύνθεση στην τουρκική «αντιπολίτευση» , αλλά ο κοινός παρονομαστής για όλες τις πράξεις τους , είναι η αυξανόμενη δυσαρέσκεια κατά του Ερντογάν και της πολιτικής του, που οδηγεί την χώρα στον αυταρχισμό .
Κυρίως όμως διότι υπάρχουν ένα σωρό αντιφάσεις στην πολιτική του ΑΚΡ , που έρχονται να προστεθούν στην συνεργασία της άρχουσας πολιτικής ελίτ της Τουρκίας με ριζοσπάστες ισλαμιστές και μαχητές του Ισλαμικού Κράτους, καθώς και στην υποστήριξη των Σύρων Τουρκομάνων στις παραμεθόριες περιοχές των δύο κρατών.
Ο τουρκικός στρατός, ως πολιτική δύναμη είναι άκρως σημαντικός θεσμός στην Τουρκία.
Ο στρατός καταλάμβανε πάντα δεσπόζουσα θέση στην ιστορία της Τουρκίας, και ενεργεί πάντοτε ως δύναμη επιρροής στην πολιτική δομή του κράτους, χωρίς να συμμετέχει στις πολιτικές διαμάχες.
Μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο στρατός του Ατατούρκ υπερασπίστηκε τις αρχές του κοσμικού κράτους, παρά το γεγονός ότι διατάχθηκε να παραμείνει ουδέτερος σε πολιτικά θέματα.
Τέσσερα στρατιωτικά πραξικοπήματα στην Τουρκία «δικαιολογήθηκαν» από το άρθρο 34 του τουρκικού συντάγματος, υποχρεώνοντας το στρατό να υπερασπιστεί το δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης από την αδικαιολόγητη επιρροή του Ισλάμ στην κοινωνία.
Το τελευταίο πραξικόπημα το 1997, προκλήθηκε από την δυσαρέσκεια των στρατιωτικών κύκλων ανοιχτά σε έναν ισλαμικό προσανατολισμό από το τότε κόμμα της «Ευημερίας» του Ε.Ερμπακάν.
Στην συνέχεια το ίδιο ακριβώς κόμμα «αναδιοργανώθηκε» και σήμερα είναι γνωστό ως Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, έχοντας επικεφαλής τον Πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Ο ίδιος, στα πρώτα στάδια της καριέρας ρου δήλωσε πολιτική μετριοπάθεια, αλλά καταδικάστηκε για την απαγγελία ενός ισλαμικού ποιήματος σε μια πολιτική συνάντηση.
Στις αγροτικές περιοχές της χώρας, οι οποίες είναι παραδοσιακά κοντά στο Ισλάμ, ο Ερντογάν μίλησε για την σημασία του Ισλάμ, ενώ στους κατοίκους των μεγάλων πόλεων υποσχέθηκε ότι θα ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Για να «εξημερώσει» τον πανίσχυρο τουρκικό στρατό ο Ερντογάν «θυμήθηκε» και εφάρμοσε τα ευρωπαϊκά κριτήρια της Κοπεγχάγης, τα οποία διέπουν τις χώρες της ΕΕ, σύμφωνα με τα οποία ο στρατός πρέπει να υπακούει στις αστικές δυνάμεις.
