Η λέξη κατάδυση και δύτης προέρχονται από το αρχαίο ρήμα «δύω» το οποίο απαντάται από τα ομηρικά έπη, ενώ ο όρος δύτης, ως αυτούσιος, μεταγενέστερα.
Έκτοτε δημιουργήθηκαν ποικίλες ονομασίες για όσους ασχολούνταν με την κατάδυση, ανάλογα με τις ικανότητες που διέθεταν οι δύτες ή τα βάθη καταδύσεως που έφταναν.
Συμπεραίνοντας από τις ονομασίες τους, οι «κολυμβητές ὕφαλοι», ή «κολυμβητές ὕφυδροι», οι «βύθιοι», και οι «ὑπονηχόμενοι» εργάζονταν «ὑπὸ τῆς ἁλός» δηλ. κάτω από τη θαλάσσια επιφάνεια.
Αντιθέτως οι «ἐπιπολάζοντες» κινούντο πιο κοντά στην επιφάνεια, ενδεχομένως προς παρατήρηση του βυθού ενώ οι «ἀρνευτήρες» ήταν οι βουτηχτές, εκείνοι που καταδύονταν από κάποιο ψηλό σημείο με το κεφάλι προς τα κάτω .
Στις καλλιτεχνικές παραστάσεις δύσκολα μπορεί κανείς να διαπιστώσει εάν κάποιος που κολυμβά αποδίδεται ως απλός κολυμβητής ή κάποιος που είναι έτοιμος να καταδυθεί.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα δύναται να αποτελέσει γνωστό αττικό αγγείο (570 π.Χ.) ζωγραφισμένο από τον Κλειτία (σχ. 1) πάνω στο οποίο μπορούμε να ξεχωρίσουμε ανάμεσα σε πολλές σκηνές, λεπτομέρεια από το ταξίδι του Θησέως στην Κρήτη.













