Αντώνης Λορέντζος: Τον θυμάμαι πολύ αμυδρά.
Στο μαγαζί του πατέρα της κ. Μουτσάτσου.
Εγώ θα ‘μουνα 12-13 χρονών.
Τραβήχτηκα τρομαγμένος.
Λες κι έβλεπες ένα παπά να κοιμάται.
Ο Άγιος ,δυο-τρία χρόνια μετά την κοίμησή του, δεν φαινόταν νεκρός. Κοιμόταν!
Τι να σου πω, βρε παιδί μου, τέτοιο πράγμα δεν το ξανά ‘δα. Από τότε πήγαινα ταχτικά.

Πρώτα-πρώτα έτρεχα στον τάφο του και προσκυνούσα.
Στη συνέχεια, ευδόκησε να διαλυθεί, για να ευλογηθούν όλοι οι πιστοί στις εσχατιές της γης, με τα τμήματα των ι. λειψάνων).
Μ. Μελινός: Θυμάσαι τίποτ’ άλλο , μπάρμπα- Αντώνη;
Αν. Λορέντζος: Ναι, θα σου πω κάτι που γίνηκε την εποχή που σου είπα ότι φοβήθηκα∙ το ’23 δηλαδή.
Ήρθε ένας παπάς, παλιός συμφοιτητής του Αγίου , να προσκυνήσει στον τάφο του.
Οι καλόγριες , τηρώντας την εντολή του Αγίου, δεν άφηναν να διανυκτερεύει άντρας μέσα στο μοναστήρι∙ κι ας ήταν ρασοφόρος.
Τι να κάνει ο άνθρωπος- το σεβάστηκε- και πήγε να διανυκτερεύσει στο αλωνάκι, κάτω από το μοναστήρι.
Πήγε λοιπόν ο παπάς, έστρωσε το ράσο του στ’ άχερα και ξάπλωσε.
Ο Άγιος είπε πολλά, για το μοναστήρι, στο φίλο του.
Μάζεψε ύστερα τις καλόγριες και τους είπε αυτά που έμαθε από τον Άγιο.
Εκείνες τα χάσανε.
Τους είπε τα πάντα που παράγγειλε ο Άγιος γι’ αυτές.
Με δάκρυα στα μάτια, ξαναμπήκαν όλοι μαζί στην εκκλησία και κάνανε Παράκληση. Αυτά τ’ άκουσα με τα’ αυτιά μου.
Μας τα ‘πε η θειά της γυναίκας μου, η Φρόσω η Σκλάβαινα, που ήταν στο μοναστήρι ‘κείνη τη μέρα.
Από το βιβλίο: «ΜΙΛΗΣΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΕΚΤΑΡΙΟ
Δημοσίευση:Γ.Παμπάλου

