
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Στην σημερινή τοποθέτηση του Α/ΓΕΕΘΑ Ναυάρχου Ευάγγελου Αποστολάκη περί ισοπεδώσεως βραχονησίδος, σε περίπτωση τουρκικής απόπειρας καταλήψεως, επιχειρήθηκε να δοθεί μία εικόνα της αποφασιστικότητος για αντιμετώπιση της υπέρτατης προκλήσεως από πλευράς Τουρκίας. Αντίληψη, την οποία προφανώς ενστερνίζεται και η πολιτική ηγεσία, ειδάλλως δεν θα είχε νόημα να διακηρυχθεί από επίσημα χείλη. Πλέον τούτου, είναι αντιληπτό, ότι οι θέσεις αυτές, έχουν διατυπωθεί στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, κατά τις συναντήσεις μεταξύ ελληνικής και αμερικανικής πολιτικοστρατιωτικής ηγεσίας.
Η απλουστευτική θέση ότι σε περίπτωση τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας έστω και σε βραχονησίδα, οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις “θα την ισοπεδώσουν”, μπορεί να ανακλά το μέτρο της αποφασιστικότητος ανταποκρίσεως. Αλλά στο τέλος, η όποια ισοπεδωμένη ελληνική βραχονησίδα θα μπορεί να θεωρηθεί ότι μας ανήκει, μόνο εφόσον Έλληνες στρατιώτες διατηρούν τον πόδα τους επ’ αυτής.
Υπάρχουν πολλές παράμετροι που συνθέτουν την βάση αυτής της “κόκκινης γραμμής”. Κατ’ αρχάς, στον μεγαλύτερο αριθμό νησίδων και μικρονήσων, δεν υπάρχει ελληνική φρουρά και η αποβίβαση τουρκικού στρατιωτικού τμήματος δεν αντιπροσωπεύει σοβαρή πρόκληση από στρατιωτικής πλευράς. Προφανώς, σε μια τέτοια περίπτωση, μπορεί να ισχύσει απολύτως η γραμμή “ισοπεδώσεως” από το πυροβολικό ή την αεροπορία, προς εξόντωση της τουρκικής παρουσίας. Αρκεί όμως αυτό; Δεν θα πρέπει μετά να αποβιβασθεί ελληνικό τμήμα; Η Τουρκία τότε τί θα κάνει; Θα παρακολουθήσει αδρανής;
Τουρκικό εγχείρημα σε φυλασσόμενο νησιωτικό έδαφος, συνθέτει άλλου είδους σκηνικό. Το οποίο παρουσιάζει διαφορετικές προκλήσεις ανταποκρίσεως, αναλόγως του μεγέθους και του αριθμού (πολλαπλές τουρκικές ενέργειες) των τουρκικών στόχων.
Όλα αυτά, αποτελούν ευθύνη της στρατιωτικής ηγεσίας για τον τρόπο αντιμετωπίσεως, από πλευράς σχεδίων και διαθέσεως δυνάμεων. Η επαναφορά βραχονησίδων στην “λίθινη εποχή”, είναι το μόνο εύκολο.
Αυτό που είναι ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας, είναι να εξασφαλίσει ότι κατά την διαχείριση της καταστάσεως, σε επίπεδο πολιτικών χειρισμών, δεν θα αιφνιδιασθεί από την άλλη πλευρά, και ενώ, ενδεχομένως, στρατιωτικές επιχειρήσεις βρίσκονται σε εξέλιξη. Αυτό το σφάλμα διαπράχθηκε σε επίπεδο κυβερνήσεως, τόσο το 1974 όσο και το 1996, διότι η ελληνική πλευρά εφησύχασε όταν εκδηλώθηκε η αμερικανική διαμεσολαβητική προσπάθεια και δεν αντέδρασε όταν η τουρκική, παρέκαμψε την διπλωματική δραστηριότητα και ανέλαβε στρατιωτική δράση.
-
Το 1974, ενόσω ο Αμερικανός διαμεσολαβητής Σίσκο βρισκόταν μεταξύ Αθηνών και Αγκύρας, η Τουρκία πραγματοποίησε την εισβολή στην Κύπρο. Η στρατιωτική κυβέρνηση υπέστη στρατηγικό αιφνιδιασμό και έκανε ότι “δεν έβλεπε”. Προτίμησε να μείνει προσκολλημένη στην διπλωματική διαμεσολάβηση, αδράνησε και εγκατέλειψε αβοήθητα τα μαχόμενα τμήματα στην Κύπρο.
-
Το 1996, ενόσω ο Αμερικανός διαμεσολαβητής Χόλμπρουκ βρισκόταν σε επικοινωνία με Αθήνα και Άγκυρα, η Τανσού Τσιλέρ διέταξε στρατιωτική ενέργεια και τουρκικό άγημα εξήλθε απαρατήρητο στην Δυτική Ίμια. Η ελληνική κυβέρνηση κλονίστηκε κι έκανε ότι “δεν έβλεπε”. Προτίμησε να μείνει προσκολλημένη στην διπλωματική διαμεσολάβηση, αδράνησε κι εγκατέλειψε κάθε σκέψη ανακαταλήψεως.
