
Εξαιρετική είναι η υποδοχή του υπουργού Εθνικής Άμυνας, Νίκου Δένδια στο Ισραήλ, ενώ οι πρώτες δηλώσεις εγείρουν την ελπίδα οι στρατηγικοί δεσμοί ανάμεσα στις δυο χώρες να ενδυναμωθούν, με τη συμπερίληψη σοβαρών προγραμμάτων συνεργασίας, που θα εμπλέξουν τις αμυντικές βιομηχανίες των δυο χωρών. Η παρουσία στο τιμόνι των υπουργείων Άμυνας, δυο προσώπων με ισχυρή πολιτική προσωπικότητα και διαδρομή, υπόσχονται σημαντικά αποτελέσματα, εάν τις πολιτικές διακηρύξεις ακολουθήσει η υλοποίηση. Δηλαδή η ουσία.
Τον Νίκο Δένδια και την -σε γενικές γραμμές- πετυχημένη θητεία του θητεία στο υπουργείο Εξωτερικών τον γνωρίζουμε. Γνωρίζει καλά τα θέματα καθώς τα έχει διαχειριστεί και μπορεί αυτή την εμπειρία να την μεταλαμπαδεύσει στον τομέα της άμυνας, δίνοντας ένα νέο περιεχόμενο στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας-Ισραήλ. Από την άλλη πλευρά, ο στρατηγός εν αποστρατεία Νόαμ Γκάλαντ, έχει διαγράψει τη δική του διαδρομή στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας του και ο λόγος που δεν επελέγη για αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, ήταν εσωτερικές πολιτικές τριβές, για ζητήματα τα οποία στη συνέχεια απαλλάχθηκε.
Στις δηλώσεις μετά τη συνάντηση των δυο ανδρών, ο Νίκος Δένδιας τόνισε ότι η επίσκεψη στο Ισραήλ, αμέσως μετά την “παραδοσιακή” πρώτη επίσκεψη στην Κυπριακή Δημοκρατία, κάτι λέει για την προτεραιότητα του Ισραήλ στην ελληνική ατζέντα και τη στενότητα των διμερών σχέσεων. Η αναφορά αυτή στην Κύπρο, θα μπορούσε ενδεχομένως να ερμηνευθεί πολιτικά και ως διαφοροποίηση από τη στάση που τήρησε το Μέγαρο Μαξίμου, καθώς το πρώτο ταξίδι έγινε στην πρωτεύουσα της Λετονίας, Ρίγα, σπάζοντας την παράδοση αυτή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Αυτό όμως αφορά την εσωτερική πολιτική μας σκηνή, που δεν αφορά τις διακρατικές σχέσεις. Ο Νίκος Δένδιας τόνισε την πρόθεση του ελληνικού ΥΠΑΜ, υπό την ηγεσία του, να αλλάξει το τοπίο στη συνεργασία στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας, προωθώντας προγράμματα συνεργασίας στον τομέα έρευνας και ανάπτυξης. Ο υπουργός τόνισε ότι στόχος είναι να δημιουργηθεί στην Ελλάδα ένα “παρόμοιο οικοσύστημα” με αυτό της αμυντικής βιομηχανίας του Ισραήλ.
Και οι δυο χώρες επιθυμούν να επεκτείνουν και να εμβαθύνουν τις σχέσεις, να “εμπλουτίσουν” τις διμερείς σχέσεις στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας, με τρόπο αμοιβαία επωφελές. Ο δε υπουργός Άμυνας του Ισραήλ μάλιστα υπερθεμάτισε, προσθέτοντας και τον τομέα της συνεργασίας στον τομέα των Πληροφοριών (Intelligence). Κατέληξε δε αναφέροντας, ότι οι δυο χώρες στέκονται η μία δίπλα στην άλλη στην προσπάθεια διασφάλιση της σταθερότητας, της ειρήνης και της ευημερίας στην ευρύτερη περιοχή.
https://imasdk.googleapis.com/js/core/bridge3.584.2_en.html#goog_554090507
https://imasdk.googleapis.com/js/core/bridge3.584.2_en.html#goog_554090509Αναφορά έγινε και στον στρατηγικό διάλογο ανάμεσα στις δυο χώρες. Όπως αναμενόταν, ο Ισραηλινός υπουργός αναφέρθηκε στην περίπτωση του Ιράν, καθώς η δραστηριότητα της χώρας θεωρείται ως κορυφαία απειλή εθνικής ασφαλείας για το εβραϊκό κράτος. Η ελληνική πλευρά προφανώς έθεσε το θέμα της Τουρκίας και τις προκλήσεις στον τομέα της ασφάλειας που δημιουργεί η συμπεριφορά της. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Έλληνας υπουργός τόνισε με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία, τη σταθερή καταδίκη από την Ελλάδα, κάθε απόπειρας αλλαγής των συνόρων με τη χρήση βίας.
Είναι λογικό σε αυτά τα δυο ζητήματα ο στρατηγικός διάλογος καλείται να δώσει με ειλικρίνεια διευκρινίσεις και να καθορίσει όρια που θα γεφυρώσουν τις όποιες οριακές αποκλίσεις. Εξάλλου, όπως τονίστηκε, οι συνεργασίες εδράζονται επί των κοινών συμφερόντων, τα οποία στην περίπτωση των δυο χωρών, δεν είναι και λίγα.
Η απόλυτη ταύτιση είναι απλώς αδύνατη. Η ειλικρίνεια και εξήγηση των ευαισθησιών και τελικά θέσεων ενός εκάστου, είναι ο ασφαλέστερος τρόπος να διασφαλιστεί ότι η κάθε χώρα θα λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα ασφαλείας της άλλης στη χάραξη της πολιτικής της.
